Η Ασκήτρια εν τω κόσμω Λαμπρινή Βέτσιου - Δρίβα, από την Άρτα, που κοιμήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2002 μ.Χ., προείπε σε διάφορους ανθρώπους όσα πολύ δύσκολα έρχονται για την Ελλάδα και τους Έλληνες, που ξέχασαν τον Θεό, ακολουθώντας αδιέξοδους δρόμους και θεωρίες, αθεΐα, απιστία, αιρέσεις, σαρκικές ηδονές και υλισμό! ... ...
Κατέβαζε με τις προσευχές της τον ουρανό και τους Αγίους κάτω, συνομιλούσε με την Θεοτόκο, έβγαινε από το σώμα της και με την ψυχή της ταξίδευε σε Παράδεισο και κόλαση, φθάνοντας σε μέτρα απίστευτα για την εποχή μας. Η Λαμπρινή γεννήθηκε το 1918 στο χωριό Αγία Παρασκευή Άρτης. Οι γονείς της Σπυρίδων Δρίβας και Θεοδώρα ήταν από τους πιο εύπορους του χωριού και είχαν αλλά τρία αγόρια. Η Λαμπρινή ήταν η μικρότερη, και τ’ αδέλφια της την υπεραγαπούσαν για τον χαρακτήρα της, το ήθος και την πολύ καλή συμπεριφορά της προς όλους. Μεγάλωσε με χριστιανικές αρχές. Από μικρή έμαθε να αγαπά τους ανθρώπους και να ζει σύμφωνα με τον λόγο του Θεού. Τελείωσε μόνο το δημοτικό σχολείο και διάβαζε με πόθο την Αγία Γραφή και άλλα πνευματικά βιβλία. Διηγήθηκε η ίδια: "Ήμουν οκτώ χρόνων και καθόμουν σ’ ένα καρεκλάκι στην αυλή του σπιτιού. Κρατούσα μια μικρή Αγία Γραφή, μπήκα στον ενθουσιασμό και μου άρεσε να την διαβάζω. Είχα διαβάσει το χωρίο: «Πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». (Ματθ.. ιθ’-29). Έτσι μπήκε μέσα στην καρδιά μου και αγάπησα πάρα πολύ τον Κύριο. Από εκείνη την στιγμή άναψε ο πόθος για να ακολουθήσω την μοναχική ζωή και σκέφθηκα: Δεν θέλω τίποτε, ούτε χωράφια, ούτε περιουσίες, θα πάω για Μοναχή. Τότε εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου κάποιος ντυμένος με ιερατικά άμφια και μου άρεσε πολύ η όψη του, ήταν πολύ όμορφη. Τον κοιτούσα με θαυμασμό. Μου είπε: – Τι με θαυμάζεις; Και τα χεράκια σου Εγώ τα έπλασα και είσαι και συ όμορφη σαν εμένα. – Εμένα με γέννησε η μάννα μου και είναι στην κουζίνα. Να την φωνάξω; – Όχι, εγώ εσένα θέλω, και έπιασε τα μαλλάκια μου. Αυτά ποιος τα έπλασε; – Ναι, μου είπε. Τώρα τι θα κάνεις, ποια ζωή θα ακολουθήσεις; – Αυτό το βιβλίο μου άναψε τον πόθο για τον μεγάλο μου Θεό θέλω να τον απολαύσω. Αυτός να εργάζεται για μένα και εγώ γι’ αυτόν. – Θα γίνεις μεγάλη, παιδί μου, και θα εργασθείς και συ για Μένα. – Ποιος είσαι συ; – Αυτός που είπες εσύ, μου είπε. Αφού θέλεις έτσι, θα τρως Τετάρτη και Παρασκευή ψωμί και σκόρδο. Εσύ είσαι καλό παιδί, έχω όμως και άλλα καλά παιδιά. Θα έρθω μια μέρα να μαζέψω όλα αυτά τα καλά παιδιά. Ύστερα έγινε άφαντος…" Άρχισε μετά απ’ αυτό να αγωνίζεται περισσότερο, να νηστεύει, να προσεύχεται και να ετοιμάζεται να αφιερωθεί στον Θεό. Πνευματικός της ήταν ο π. Μητροφάνης, ο Γέροντας της Ιεράς Μονής Ροβέλιστας Άρτης. Διηγήθηκε η ίδια: "Από μικρή ήθελα να γίνω μοναχή. Όταν έγινα δεκαεπτά χρόνων πήγα στο Μοναστήρι και είπα στον Γέροντα ότι θέλω να γίνω μοναχή. Μου είπε: - Νά 'ρθεις, παιδάκι μου. Την άλλη μέρα ήρθαν οι γονείς μου με φωνές να με πάρουν. Ο Ηγούμενος, όπως τους είδε έτσι αγριεμένους, με έδωσε λέγοντάς μου να μεγαλώσω λίγο και μετά ξαναπηγαίνω. Αυτοί με πήραν και σε λίγες μέρες άρχισαν τα προξενιά. Εγώ ήμουν αρνητική και εύρισκα προφάσεις». Μετά με ρώτησαν τι θέλω και τους είπα: «Θα προσευχηθώ όλη τη νύχτα και ό,τι μου πει ο Θεός». Ο ΕΓΓΑΜΟΣ ΒΙΟΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΒΙΟΥ; "Προσευχήθηκα και είπα: «Θεέ μου, ένα πράγμα σου ζητώ. Να μου δώσεις άδεια να πάρω τον Ουράνιο (νυμφίο) και εγώ, όπως παίρνουν οι καλές ψυχές. Να μη συζευχτώ με επίγειον άνδρα». Άκουσα φωνή: «Σε έχουμε υπ’ όψιν. Μια ώρα δική μας θα γίνεις. Πρέπει όμως να συζευχθείς αυτού για να δυναμώσεις. Να βάλεις χαλινάρια στο στόμα, στα πόδια, στα χέρια, στη σάρκα». – Στη σάρκα; Στην παντρειά με στέλνεις. – Σε στέλνω Εγώ, και η σάρκα είναι ευλογημένη. Δοκιμασίες θα έχεις… Εγώ συνέχισα να προσεύχομαι για το καλύτερο, να γίνω Μοναχή, όμως μου έλεγε ότι «το καλύτερο για σένα είναι να παντρευτείς, να δοκιμαστείς, να ψηθείς. Αν πας στο Μοναστήρι, δεν θα βασανισθείς τόσο. Στο Μοναστήρι ό,τι κάνουν οι άλλοι θα κάνεις και συ, είτε τρώνε, είτε προσεύχονται. Στον κόσμο όμως θα συναντήσεις κακότητα, μοχθηρία. Εμείς τελειώσαμε τώρα, πάρε την δύναμη και την φώτιση και εργάσου όσο μπορείς». Εργάσθηκα σε όλη μου την ζωή. Αγωνίστηκα. Τα πεθερικά μου μετά δεν με ήθελαν, με έδιωχναν, με έβριζαν με άπρεπα λόγια. Όσα μου είπε η φωνή, το Πνεύμα, τα βρήκα όλα». Έτσι λοιπόν μετά τα 20 της την πάντρεψαν με τον Αριστείδη Βέτσιο από τα Κολομόδια Άρτης και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Σπύρο και την Σταθούλα." Η ζωή της δεν ήταν καθόλου εύκολη στην οικογένεια του συζύγου της, γιατί ζούσαν δεκατρία άτομα μαζί στο ίδιο σπίτι και ο καθένας είχε τις δικές του Ιδιοτροπίες και τον δικό του τρόπο σκέψεως. Ιδιαίτερα ο πεθερός της φερόταν προς αυτήν με άσχημο τρόπο, με περιφρόνηση και σκληρότητα την πλήγωνε με τα λόγια του. Η Λαμπρινή όμως κατάφερε με την υπομονή να τα ξεπεράσει όλα. Στις βρισιές του έλεγε: «Πες με ό,τι θέλεις. Εγώ είμαι μουγκή»… Και από τον σύζυγο της είχε δυσκολίες. Κάποτε που βρισκόταν σε αγρυπνία στον άγιο Φανούριο στο γειτονικό χωριό Γλυκόριζο, άκουσε φωνή που της είπε: «Αυτή τη στιγμή καίγεται το σπίτι σου…» Όταν τέλειωσε η αγρυπνία και γύρισε μαζί με τις άλλες γυναίκες με τα πόδια, είδε τα βιβλία της καμένα και πεταμένα έξω από το σπίτι και τον σύζυγο της σε έξαλλη κατάσταση να της φωνάζει να φύγει από το σπίτι. Η Λαμπρινή απάντησε: «Δεν φεύγω. Εσύ είσαι ό άντρας μου, εδώ είναι το σπίτι μου, σκότωσε με, κάνε με ό,τι θέλεις, εγώ δεν φεύγω». Τη νύχτα την κλείδωσε έξω από το σπίτι. Υπέμεινε ήρεμα και έλεγε: «Ο πειρασμός τον βάζει, θα του περάσει. Αυτός είναι καλός, αλλά στο καφενείο τον “άναψε” ο τάδε και έκανε ό,τι έκανε, μέχρι να του περάσει ο θυμός». Παρά τις τόσες δυσκολίες και τις κοπιαστικές αγροτικές εργασίες, δεν άφηνε δευτερόλεπτο της ημέρας χωρίς να προσεύχεται και να ευχαριστεί τον Θεό. Μαζί της στο χωράφι που πήγαινε να εργαστεί έπαιρνε και βιβλία πνευματικά για να διαβάζει και να προσεύχεται. Σ’ όλη την ζωή της χάλασε από την πολλή χρήση τέσσερα βιβλία Μεγάλα Ωρολόγια. Τα βιβλία της ήταν η περιουσία της, όπως έλεγε, και από την μελέτη τους έπαιρνε πολλή δύναμη. Μετά πού απέκτησε τα δυο της παιδιά, με τον άνδρα της ζούσαν σαν αδέλφια. Αυτός τις νύχτες κοιμόταν και η Λαμπρινή διάβαζε τα βιβλία της με το φως ενός καντηλιού και ενός κεριού. ΦΟΒΕΡΕΣ ΝΗΣΤΕΙΕΣ... Σ' όλη την ζωή της είχε μονοφαγία και ξηροφαγία. Έτρωγε συνήθως ψωμί και ελιές. Στο τριήμερο (της τεσσαρακοστης) δεν ετρωγε και δεν έπινε τίποτε. Κοινωνούσε την καθαρά Τετάρτη και μετά συνέχιζε την τελεία νηστεία... Τις ημέρες που δεν έτρωγε τίποτε έπινε γύρω στις 3 μ.μ. ένα κουταλάκι ζεστό νερό. Το συνηθισμένο φαγητό της της ήταν μια πατάτα βρασμένη με ξύδι. Τα παιδιά της την πίεζαν να φάει, αλλά αρνιόταν και απαντούσε: «Μη στενοχωριέστε, δεν θα πεθάνω από τη νηστεία, η προσευχή είναι η τροφή μου. Το σώμα θα το περιποιηθώ γιατί είναι η κατοικία της ψυχης μου. Όταν έρθει η ώρα θα φάω. Μην ανησυχείτε». Της έκαντο το πρωί η κόρη της καφέ και το απόγευμα που πήγαινε να πάρει το φλυτζάνι ήταν απείραχτο. Το Πάσχα που κάθονταν όλοι μαζί να φάνε, η Λαμπρινή μιλούσε για τον θεό και μετά από πίεση έτρωγε μια κουταλιά γιαούρτι ή μια πιρουνιά σαλάτα, έλεγε: «Σήμερα είναι η μεγαλύτερη γιορτή. Σήμερα αναστήθηκε ο Χριστος. Αν ερχόταν ένα πεθαμένο παιδί μου εγώ θα έτρωγα; Θα στόλιζα το σπίτι μου να το υποδεχθώ». Την τελευταία εικοσαετία της ζωής της έτρωγε μόνο ψωμί, νερό και ξύδι. Καποτε θα πήγαινε στην Αθήνα για μια βδομάδα, διότι θα έκανε εγχείριση ο αδελφός της. Μια γνωστή της έψηνε ψωμί από καλαμπόκι και της έδωσε μια φέτα. Το δέχθηκε με μεγάλη χαρά γιατί ήξερε οτι η γυναίκα αυτή χάραξε τον σταυρό πάνω στο ψωμί. Όταν γύρισε από την Αθήνα ευχαρίστησε την γυναίκαπου της έδωσε το ψωμί και της εκμυστηρεύτηκε ότι αυτό το ψωμάκι ήταν η τροφή της για όλη της βδομάδα που πέρασε στην Αθήνα. «Ἔτρωγα λίγο κάθε μέρα και ερχόταν ο Κύριος και μου το αυγάταινε (αύξανε)». Πριν την κοίμησή της για ένα διάστημα αρκείτο μόνο σ' ένα κουταλάκι αγίασμα, στο αντίδωρο και φυσικά στην θεία κοινωνία. Σε κάποιον που την ρώτησε τι είχε φάει, απάντησε οτι έφαγε μόνο αντίδωρο που είχε κρατήσει από την θεία Λειτουργία ότι μ΄αυτό ήταν χορτασμένη και θα την κρατήσει για κανά δύο μέρες. Αφού πάντρεψε τα παιδιά της, από την ηλικία των 45 ετών σταμάτησε τις αγροτικές εργασίες και αφοσιώθηκε στην άσκηση και στην προσευχή. Η ζωή της πλέον ήταν μια συνεχής προσευχή στο σπίτι και στην Εκκλησία όπου τακτικά πήγαινε και κοινωνούσε συχνά... Το καθημερινό τυπικό της ήταν περίπου το εξής: Κοιμόταν μέχρι δύο ώρες το ημερονύκτιο από τις 3 μέχρι τις 4:30 τη νύχτα. Έκανε κομποσχοίνι γονατιστή και μεγάλες μετάνοιες. Έκανε όλες τις ακολουθίες κάθε ημέρα, Το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο τα διάβαζε με το αμυδρό φως από το καντηλι και με ένα κεράκι. Μελετούσε την Αγία Γραφή και πατερικά βιβλία. Την ημέρα, διάβαζε, έκανε την ακολουθία των Ωρών και προσευχή. Σε όσους την θαύμαζαν που μπορούσε κα αφιέρωνε την ημέρα της στο διάβασμα έλεγε πως χρόνος υπάρχει για όλους. "Και μια σελίδα την ημέρα να διαβάζει είναι αρκετό, αρκέι να γίνεται με πίστη." Όλα αυτά τα έκανε με ευλογία από τον πνευματικό της π. Μητροφάνη, ο οποίος της είχε δώσει τον κανόνα της προσευχής. Τη Μ. Σαρακοστή, έκανε το Μεγάλο Απόδειπνο και όταν κάποιος της διέκοπτε δε το συνέχιζε αλλά το άρχιζε πάλι από την αρχή... Όταν γινόταν αγρυπνία σε κάποια Εκκλησία ήταν πάντα πρώτη. Συνήθως την ακολουθούσαν και γυναίκες από τα γύρω χωριά. Πολλές νύχτες συγκέντρωνε τις γυναίκες στο σπίτι της και έκαναν ομαδική προσευχή. Από την ηλικία των 30 ετών έραψε ένα τρίχινο σάκκο και τον φορούσε κατάσαρκα σ' όλη την ζωή της, για άσκηση και κακοπάθεια. Κανείς δεν το ήξερε. Για 54 χρόνια τον φορύσε και ποτέ δεν τον έπλυνε. Πριν από την κοίμησή της άφησε εντολή στην κόρη της να μην τον πλύνει ποτέ. Όσοι τον είδαν μαρτυρούν οτι φαινεται σα να βγήκε από πλυντήριο και μοσχοβολά. Παρ' όλο που ζούσε μέσα στον κόσμο, ο πόθος της για τον Μοναχισμό και την Εκκλησία την έκαναν να μετατρέψει το δωμάτιο της σ' ένα μοναχικό κελί. Ότι χαρτάκι έβρισκε που είχε φωτογραφία κάποιου αγίου το κολλούσε στον τοίχο, δημιουργώντας μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Δεν αγαπούσε τα χρήματα, ήταν ανάργυρη. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να μπορεί να κάνει ελεημοσύνες και να βοηθά τον κόσμο. Όλη την σύνταξή της την μοίραζε σε ελεημοσύνες. Όταν τα παιδιά της, επίσης της έδιναν χρήματα, τα διέθετε αι αυτά για να βοηθά φτωχούς. Έλεγε στα παιδιά της: "Τα χρήματα αυτά που δίνω, δεν είναι δικά μου. Πιάνονται (λογίζονται) σε σας, γιατί είναι δικά σας". Απέφευγε μάλιστα να πιάνει με τα χέρια της τα χρήματα, αλλά με μία χαρτοπετσέτα ή με ένα κομμάτι ύφασμα. Και όταν πήγαινε να ψωνίσει άνοιγε το πορτοφόλι ή την χαρτοπετσέτα και έπαιρνε ο μπακάλης μόνος του. Από το σπίτι της έβγαινε τη νύχτα κρυφά να μη τη βλέπουν και πήγαινε σε φτωχά σπίτια, άφηνε έξω από την πόρτα ότι είχε κι έφευγε. Στον φούρναρη είχε δώσει παραγγελία να εφοδιάζει με ψωμί μια φτωχή οικογένεια, χωρίς να μάθει κανείς τίποτε. Το είπε στην κόρη της μόνο πριν κοιμηθεί και της αφησε παρακαταθήκη να συνεχίσει την ελεημοσύνη. Η Λαμπρινή συμβούλευε: «Μεγάλη ευλογία εχει ο άνθρωπος που κάνει ελεημοσύνη. Όταν κάνετε ελεημοσύνη δεν θα δίνετε αυτό πού είναι για πέταμα, αλλά θα δίνετε για τον ξένο και τον φτωχό το καλύτερο. Οι γονείς να μην στενοχωρούνται που δεν έχουν ν' αφήσουν περιουσία στα παιδιά τους, αλλά να φροντίζουν για την κατά Θεόν πρόοδό τους και τα υπόλοιπα θα τα τακτοποιήσει ο Θεός». Επισκεπτόταν αρρώστους χωρίς φόβο να κολλήσει κάτι, αφού πολλές φορές κοινωνούσε πρώτα ο άρρωστος (ετοιμοθάνατος) και αμέσως εκείνη, γιατί δεν φοβόταν τον θάνατο, αντίθετα θεωρούσε πως θα την έφερνε πιο κοντά στον Θεό. Κάποτε πήγε να προσκυνήσει τον Άγιο Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα με ένα παιδάκι που το είχε βαφτίσει, χωρίς να έχει μαζί της χρήματα. Όμως με την βοήθεια του Θεού πήγαν και γύρισαν χωρία να τους ζητήσουν χρήματα ούτε στο λεωφορείο ούτε στο καράβι. Η γιαγιά Λαμπρινήα γαπούσε τον Χριστό, αγωνιζόταν περισσότερο από μοναχή, προσευχόταν συνέχεια και μετέδιδε την θεία Χάρη. Πολλοί πήγαιναν να την δουν, για η συμβουλευθού και να ζητήσουν την προσευχή της. Ολόκληρα λεωφορεία σταματούσαν στο φτωχικό της. Δεχόταν όλους τους ανθρώπους αδιαμαρτύρητα, πολλές φορές χωρίς ούτε μια διακοπή στην διάρκεια της ημέρας. Οι επισκέψεις στο σπίτι της ήταν καθημερινές. Δεν υπήρχε ωράριο. Ο καθένας ερχόταν όποτε ήθελε και έφευγε όταν ήθελε. Δεχόταν τους πάντες αγόγγυστα. Όταν ήταν μόνη της διάβαζα ή προσευχόταν. Για να ξεμουδιάσει έβγαινε και έκανε περίπατο, όχι στο χωριό, αλλά στον κήπο με τις πορτοκαλιές και έλεγε την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Ο λόγος της ήταν πάντα για την υπομονή. Έλεγε: «Εμείς οι χριστιανοί θα περάσουμε εδώ μεγάλες δοκιμασίες, ακόμα και μέσα στην ιδια την οικογένειά μας. Θα πρέπει να δείχνουμε υπομονή, αγάπη, και να κάνουμε ελεημοσύνες». Σε όσους είχαν οικογενειακά προβλήματα τους παρακαλούσε να μην διαλύσουν την οικογένειά τους. «Ο πειρασμός σας βάζει», έλεγε. Σε νέου που την επισκεπτόταν συμβούλευε: «Αποφάσισες να παντρευτείς; Θα κάνεις υπομονή και όχι μία, αλλά πολλές. Να εκκλησιάζεστε τακτικά, να εξομολογείστε, να κοινωνάτε και να προσεύχεσθε. όταν κάνετε αυτά, θα πάτε κοντά στον Χριστό να χαίρεστε για πάντα». Αν και δεν είχε σπουδάσει, όμως διάβαζε πολλά πνευματικά βιβλία , τα κατανοούσε και τα εξηγούσε. Άνθρωποι εγγράμματοι - ακόμη και καθηγητές Πανεπιστημίου - πήγαιναν να ακούσουν την γιαγιά Λαμπρινή, Την είχε σε ιδιαίτερη ευλάβεια γιατί η ζωή της ήταν τελέιως δοσμένη στον Χριστό αλλά και γιατί έβλεπαν να ενεργεί η θεία Χάρη μέχω αυτής θαυμαστά έργα. Αρπαζόταν πολλές φορές ο νους της και έβλεπε τα αθέατα μυστήρια του μέλλοντος αιώνος, η προσευχή της εισακουέτο, γνώριζε τα κρύφια των ανθρώπων και προέβλεπε γεγονόταν του μέλλοντος. ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΡΙΣΚΕΙ ΓΑΜΠΡΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ! Συνεχίζεται... Πηγή: Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», η 19η διήγηση. Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής.
0 Comments
Leave a Reply. |
ΕπικοινωνίαΤις καταγγελίες, τα παράπονα και τις απόψεις σας, μπορείτε να τα στείλετε στο email:
taneatismikrospilias24 @yahoo.gr Δημοφιλέστερα άρθρα |