«Αγαπημένε Χρυσόστομε, Τα προσόντα σου ήσαν αναρίθμητα. Η ταπεινοφροσύνη σου, η προσήνεια προς τον άνθρωπο, η βαθιά πίστη σου, το φιλακόλουθο που σε διέκρινε, ώστε να τελείς πολλές αγρυπνίες, πολλές ολονυκτίες, και προπαντός είχες τον θησαυρό της ψυχής σου, την ακένωτη αγάπη σου, ώστε να συμμετέχεις ολόθερμα και στη χαρά των συνανθρώπων σου, προ παντός όμως στον πόνο τους. Πολλές φορές αναλάμβανες και χρέη νοσοκόμου για να απαλύνεις τον πόνο των πασχόντων. Έπραξες και εργάστηκες κατά το θέλημα του Κυρίου. Αναπαύου εκ των κόπων σου. Είσαι μακάριος». † Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ 22 Σεπτεμβρίου 1986 ... ... Μαρτυρία του κ. Ευστάθιου Γιαννή, Δρ. Θεολογίας Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 1986, μετά από εγχείρηση στην καρδιά, λίγη ώρα μετά την μεταφορά του στο δωμάτιο της Κλινικής σε νοσοκομείο του Λονδίνου, αφήνει την τελευταία πνοή του, ο μακαριστός Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Χρυσόστομος. Το δυσάρεστο νέο διαδίδεται αστραπιαία παντού και στην Άρτα. Ο πρώτος Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης, ο αγαπητός και ταπεινός Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης εκοιμήθη. Η σορός του φθάνει από το Λονδίνο στην Αθήνα στις 19 Σεπτεμβρίου (1986) και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Άνθρωποι κάθε ηλικίας αποτίνουν το «ύστατο χαίρε» στον Ιεράρχη της αγάπης, τον λαοπρόβλητο, τον λαοτίμητο τον μακρόθυμο και πολυευσπλαχνο. Ο μακαριστός Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης, Χρυσόστομος (κατά κόσμον Αριστείδης), γεννήθηκε το 1927 στην Αθήνα και έμενε στον προσφυγικό συνοικισμό του Βύρωνα. Πατέρας του ήταν ο Θωμάς Βούλτσος, ο οποίος υπηρέτησε πιστά μέχρι το μαρτύριο του το 1922 τον Μητροπολίτη Σμύρνης, Ιερομάρτυρα Χρυσότομο, και μητέρα του η Ιορδάνα. Στο μπλόκο των Γερμανών στον Βύρωνα ο νεαρός τότε Αριστείδης συνελήφθη και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι, αλλά μετά από μερικές μέρες αφέθηκε ελεύθερος και δεν πήγε όμηρος στην Γερμανία, όπως ο μετέπειτα σύζυγος της αδελφής του Αργυρώς, Χαράλαμπος Βικέτος από τον Μπουρνόβα της Σμύρνης.
Καθημερινά λίγο πριν από την ανατολή του ήλιου ξεκινούσε για μακρινά χωριά που μόνο με τα πόδια μπορούσε να φτάσει κανείς, αφού οι δρόμοι ήταν ανύπαρκτοι την εποχή εκείνη. Ήθελε να συμπαρασταθεί στον πόνο, να πάρει μέρος στη ζωή των απλών και φτωχών χωρικών, να μοιραστεί μαζί τους τη μίζερη δική τους ζωή, να τους μοιράσει τα ελάχιστα δικά του υπάρχοντα, χρήματα, ρούχα, αδειάζοντας έτσι το ασκητικό του διαμέρισμα, μένοντας συχνά ο ίδιος χωρίς τίποτε από ύλη, μα πάντα γεμάτος από αγάπη. Ο μακαριστός Χρυσόστομος, από τα πρώτα χρόνια της ιεροσύνης του ως διάκονος στην ΄Αρτα, μέχρι τα τελευταία ως επίσκοπος Ν. Σμύρνης, βίωσε την ιερατική του κλίση ως υπεύθυνο έργο, που δεν του άφηνε περιθώρια ανέσεων. Νεαρός ιεροκήρυκας στην ΄Αρτα, όργωνε κυριολεκτικά τα ορεινά χωριά της, το καλοκαίρι συνήθως κάτω απ’ τον καυτερό ήλιο πεζή, λειτουργώντας, κηρύττοντας, νουθετώντας και στηρίζοντας ποκιλοτρόπως τους χωρικούς. Του είχαν δώσει το παρωνύμιο «ο παπάς που τρέχει». Θυμάμαι μια φορά σε μια τέτοια εξόρμηση που με είχε πάρει μαζί του, το αντερί του έσταζε στη κυριολεξία από ιδρώτα. Στη Μητρόπολη, ήταν το δεξί χέρι του ΄Αρτης Σεραφείμ (μετέπειτα Ιωαννίνων και τελικά Αρχιεπισκόπου) καλύπτοντας απ’ τη Διοίκηση και τη λειτουργική ζωή και το κήρυγμα, μέχρι τα Κατηχητικά, και τους Κύκλους Γραφής, και τις Κατασκηνώσεις, και κυρίως το μαθητικό Οικοτροφείο της Φανερωμένης, για τη στήριξη του οποίου έδινε κι απ’ τον προσωπικό του μισθό. Πόσες φορές, όπως μου είχε διηγηθεί, δεν είχαν για την άλλη μέρα το φαγητό των παιδιών, κι η Παναγία η Φανερωμένη – μεγάλη η χάρη της – φώτιζε κάποιον Αρτινό να στείλει ένα τσουβάλι όσπρια ή ρύζι ή πατάτες την τελευταία στιγμή. Και παράλληλα με όλα τα παραπάνω, επισκέψεις στο Νοσοκομείο, σε αναξιοπαθούντες και ασθενείς κατ’ οίκον στήριξη οικογενειών, νουθεσία νέων … Πού περιθώρια λοιπόν, για την πολυτέλεια της άνεσης; Κάτι, που όσο ξέρω, συνέχισε κι αργότερα ως επίσκοπος Δωδώνης στα Γιαννένα και μετέπειτα ως Μητροπολίτης Ν. Σμύρνης. Για την οποία Ν. Σμύρνη, έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία και συμπάθεια από την πρώτη μέρα της εδώ εκλογής του. Είναι άλλωστε γνωστή η λιτότητα που χαρακτήριζε τη ζωή του, από τα πρώτα χρόνια της ιερατικής του διακονίας. Πολλές φορές, στην ΄Αρτα, είχε στις τσέπες του ζωστικού του στραγάλια, με τα οποία μπορούσε να περάσει ολόκληρη τη μέρα. Και πολλοί από μας γνωρίζουμε, ότι ενώ ήταν ανοιχτό μυαλό, χωρίς παρωπίδες, και εξαιρετικά σύγχρονος κατά πάντα, ταυτόχρονα ήταν εραστής της μοναστικής ζωής και του ασκητικού βίου. Δεν μπορώ να ξεχάσω μια μοναστική εμπειρία κοντά του, που σφράγισε τη ζωή μου. ΄Ηταν καλοκαίρι του 1960, αν δε με ξεγελά η μνήμη. Μια μικρή ομάδα τεσσάρων σπουδαστών με επί κεφαλής τον ίδιο, είχαμε αποσυρθεί σ’ ένα κλειστό από χρόνια μοναστηράκι στους Μελάτες της ορεινής ΄Αρτας. Ζωή μοναστηριακή με τις γνωστές καθημερινές ακολουθίες στο Ναό, τις εξορμήσεις στα κοντινά χωριά πάντα με τα πόδια («ο παπάς που τρέχει», όπως σας είπα τον έλεγαν οι χωρικοί), και τα βράδια, μετά το Απόδειπνο στο ημίφως των κεριών του Ναού, ατέλειωτες πνευματικές συζητήσεις στη μικρή βεράντα του μοναστηριού, κάτω απ’ το μελιχρό φως των άστρων και συντροφιά τ’ αξημέρωτα τριζόνια. Τις μέρες εκείνες ένιωθα τον π. Χρυσόστομο να μεταμορφώνεται εσχατολογικά. Να ζει σχεδόν εν αναμονή των Εσχάτων ή σωστότερα, να ζει αυτή την αναμονή ως παραμονή… Ευλογημένες μέρες και πλουτισμός αρίφνητος της φτωχής ζωής μου! Όπως ευλογημένες ήταν και οι αντίστοιχες μέρες που ζήσαμε λίγα χρόνια αργότερα στο μοναστηράκι της Αγίας Παρασκευής στη χαράδρα του Βίκου, όπου, ως ιεροκήρυκας Ιωαννίνων πλέον, μας είχε καλέσει, μια μικρή ομάδα από την ΄Αρτα και μια αντίστοιχη απ’ τα Γιάννενα, να περάσουμε μια βδομάδα εν ασκήσει και κατανύξει. Κάποιοι και κάποιες στο ακροατήριο έζησαν μαζί μου αυτές τις στιγμές και θ’ αναπολούν – είμαι σίγουρος – με βαθιά συγκίνηση, όπως κι εγώ, τις ευλογημένες μέρες της μικρής εκείνης μεγάλης εβδομάδας … Οσο για το φιλακόλουθο του μακαριστού Ιεράρχου, είναι γνωστό σε όσους τον έχουν ζήσει, είτε στα χρόνια της 'Αρτας, είτε μετέπειτα στα Γιάννινα, είτε τέλος εδώ στην Αθήνα και στη Μητρόπολη Ν. Σμύρνης. Γνώριζε ο μακαριστός ότι όλα εκπορεύονται από τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, που είναι πηγή χαρισμάτων, γι’ αυτό και δεν έπαυσε να είναι διά βίου φιλακόλουθος λευίτης του Θεού και μυσταγωγός των πιστών στον πλούτο της θείας Λατρείας. Προσωπικά αλησμόνητες θα μου μείνουν οι Παρακλήσεις και τα κηρύγματα κάθε Τετάρτη βράδυ στο ναό της Αγίας Θεοδώρας, της Βασιλίσσης και πολιούχου ΄Αρτης. Αγαπημένο έργο του Χρυσοστόμου το Θείο Κήρυγμα. Και ο λόγος του, θυμάμαι, ήταν πάντα δυνατός, φλογερός, προσγειωμένος στην πραγματικότητα – την καθημερινότητα, και γι’ αυτό πειστικός. Γόνιμα, όντως, χρόνια! Από Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης, μετατίθεται το 1961 στην Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων με επόμενο σταθμό στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας από το 1961 εως το 1962 και τελευταία στην πόλη των Αθηνών στην Ιερά Αρχιεπισκοπή από το 1962 εως το 1970. Αναλαμβάνει τα καθήκοντα του Διευθυντή του Θεολογικού Οικοτροφείου της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος από το 1965 εως το 1968. Τότε γνώρισε και αρκετούς Κυπρίους φοιτητές, ανάμεσα στους οποίους ο μετέπειτα πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Αντωνίου. Γύρω στα 1966, απόγευμα Σαββάτου, κάπου στην Καλλιθέα ή στις Τζιτζιφιές επισκέφθηκε μια μικρή αυλή μ’ ένα χαμόσπιτο, που στέγαζε μια άρρωστη μάνα μ’ ένα ανάπηρο αγόρι, γύρω στα τριάντα, πάνω στο αναπηρικό του καρότσι. Μπήκε χωρίς σχεδόν να χτυπήσει, τραγουδώντας, με τον τρόπο που συνήθιζε, κάποιο τραγούδι των χριστιανικών ομάδων. Οι δύο ένοικοι δε φάνηκαν να ξαφνιάζονται. Και ο Χρυσόστομος, αφού αγκάλιασε το ανάπηρο παιδί και άφησε τη σακούλα με τα πράγματα που κουβαλούσε, έβγαλε το ράσο του, ανασκούμπωσε το αντερί του και στρώθηκε στη δουλειά, μουρμουρίζοντας πάντα ένα τραγούδι ή κάποιο τροπάρι. Σε μια περίπου ώρα είχε πλύνει το αγόρι, είχε καθαρίσει το μικρό δωμάτιο. Μια τρυφερότητα ανέβλυζε τώρα στο χώρο τόσο μεστή κι αληθινή, που η ανυπαρξία μεταμορφώθηκε σε ροδαλή ζωή, και το μάργωμα του θανάτου έγινε φως Αναστάσεως! Στις 22 Ιουνίου 1970 εξελέγη βοηθός Επίσκοπος του τότε Μητροπολίτη Ιωαννίνων, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Σεραφείμ Τίκα υπό τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Δωδώνης. Το 1974 εξελέγη πρώτος Μητροπολίτης της αρτισύστατης Μητρόπολης Νέας Σμύρνης και η ενθρόνισή του έγινε στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Φωτεινής στις 15 Ιουνίου 1974. Ο Ιερός άμβωνας γνώρισε, το γλαφυρό και φλογερό Ιεροκήρυκα, ο οποίος με τη διδασκαλία του συνήρπαζε τις ψυχές των ακροατών του. Με το κήρυγμά του, που ήταν απόηχος του εσωτερικού του βιώματος, περνούσε προς το λαό του Θεού το μήνυμα της λύτρωσης. Κατά το διάστημα της ποιμαντορίας του ο αείμνηστος Χρυσόστομος ίδρυσε πλήθος κοινωφελών εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, ευνόησε την ανάπτυξη της καλλιτεχνικής κίνησης ανάμεσα στους νέους, οργάνωσε υποδειγματικά κατηχητικά σχολεία, οργάνωνε αποστολές ασθενών στο εξωτερικό για θεραπεία , τους οποίους τις περισσότερες φορές συνόδευε ο ίδιος και στελέχωσε την Μητρόπολή του με πλήθος μορφωμένων κληρικών. Επίσης, βοήθησε να σπουδάσουν στην Αθήνα παιδιά προσφυγικών οικογενειών από την Κύπρο. Ακούραστος, έτρεχε παντού να δώσει τη χαρά, την ανακούφιση. Να μοιραστεί τη θλίψη, την κακοτυχία, την ανημποριά. Πόσες φορές δεν βρισκόταν σε σπίτια ανήμπορων και παραμελημένων γερόντων! Ανασηκώνοντας τα ράσα έπαιρνε τη σκούπα και καθάριζε το σπίτι, ενώ παρηγορούσε με λόγια αγάπης, Φεύγοντας χωρίς να τον δει κανένας, ακουμπούσε χρήματα κάτω από το δίσκο που του έφερνε η γιαγιά τον καφέ. Έτρεχε ασταμάτητα, όπου υπήρχε πρόβλημα και πάντα κάποια λύση έδινε. Αγαπούσε τον άνθρωπο, γιατί ήταν και αυτός Άνθρωπος! Δείγμα της αγάπης του το πιο κάτω περιστατικό. Κάποιο απόγευμα είχε ακούσει ότι ένας κάτοικος της ενορίας του έχασε την μοναχοκόρη του. Έμαθε πού μένει. Έτρεξε κοντά στην πονεμένη μάνα και τον απαρηγόρητο πατέρα. Έμεινε μαζί τους όλο το βράδυ. Δεν είπε σε κανένα ποιος ήταν, (ποτέ δεν έλεγε). Έκλαψε μαζί τους. Τους έλεγε λόγια παρηγοριάς. Φεύγοντας, ο πατέρας της νεκρής παρακάλεσε τον άγνωστο ιερέα: «Θέλω μια χάρη από σένα. Εσένα σίγουρα θα σε ακούσει ο Δεσπότης. Όνειρό μου ήταν την κόρη μου να την παντρέψει ο Δεσπότης. Αφού τώρα είναι νεκρή, θέλω να της κάνει την κηδεία της». Φανταστείτε τη συγκίνηση των δύο γονιών, όταν στην εκκλησία αντίκρυσαν τον απλό παπά που βρισκόταν όλο το βράδυ μαζί τους στη θέση του Δεσπότη. Συμμετείχε ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος σε διάφορες εκκλησιαστικές αποστολές και υπήρξε πρόεδρος των Ορθόδοξων Χριστιανικών Ενώσεων , διαδεχθείς τον πνευματικό του πατέρα π. Άγγελο Νησιώτη από την Κιουτάχεια (αρχαίο Κοτύαιο, τόπο μαρτυρίου του αγίου Μηνά του Αιγυπτίου) της Φρυγίας της Μ. Ασίας. Ο πνευματικός πατέρας του Μητροπολίτη Χρυσόστομου υπήρξε αριστούχος της Ριζάρειου Σχολής Αθηνών και ευτύχησε να έχει καθηγητή τον Άγιο Νεκτάριο, Επίσκοπο Πενταπόλεως. Λίγο μετά το Πάσχα του 1986, ο μακαριστός Νέας Σμύρνης, Χρυσόστομος, επισκέφθηκε για πρώτη και μοναδική φορά την Σμύρνη. Προηγουμένως πέρασε από την Πόλη και υπέβαλε τα σέβη του στον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη, Δημήτριο. Κατά τον Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη, το επισκοπικό αξίωμα είναι «πατρική κηδεμονία, ουκ αλογοθέλητος εξουσία». Ο μακαριστός Χρυσόστομος γνώριζε πολύ καλά ότι ως Επίσκοπος είναι πρώτιστα πατέρας. Πατέρας που αγαπά μέχρις αυτοθυσίας. Πατέρας που νοιάζεται και μοχθεί «ψυχάς αρπάσαι κόσμου και δούναι Θεώ», όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Πατέρας και σύμβουλος και πνευματικός καθοδηγητής, που όμως, όταν χρειαζόταν, γινόταν και αυστηρός τιμητής. Η πατρική του γλώσσα και φωνή ήταν συνήθως «ωσεί αύρα λεπτή». Ενίοτε όμως γινόταν γλώσσα και φωνή βροντής πάντοτε όμως φωνή Κυρίου. Γιατί στο βάθος έβλεπε μονίμως τον εαυτό του ως Κυρηναίο του σταυρού όλων. Ως πατέρας και σύμβουλος πνευματικός γνώριζε επίσης τη γλώσσα της σιωπής. «Οι Σειρήνες, λέει, κάπου ο Κάφκα, έχουν ένα όπλο πιο φοβερό κι απ΄ το τραγούδι – τη σιωπή τους». Αυτό το όπλο της σιωπής ο μακαριστός Γέροντας ήξερε να το χρησιμοποιεί με έναν αριστοτεχνικό τρόπο. Και για να προσελκύσει και για να οδηγήσει σε μετάνοια και επιστροφή. Για την επισκοπική εξουσία, ο μακαριστός Ιεράρχης γνώριζε να ασκεί εξουσία, όχι όμως «αλοθέλητον» , παράλογη, αυταρχική, ετσιθελική, δεσποτική. Δεν λησμονούσε την προτροπή του Αποστόλου Πέτρου: «Ποιμάνατε το εν υμίν ποίμνιον του Θεού … μη ως κατακυριεύοντες των κλήρων, αλλά τύποι … του ποιμνίου». Το μαρτυρούν οι κληρικοί του και οι συνεργάτες του, που είχαν την ευλογία να υπηρετήσουν στην επισκοπή του. Βιώνοντας αυθεντικά και γνήσια το επισκοπικό του αξίωμα, ως διακονία προς το Χριστό και το χριστεπώνυμο πλήρωμα, δεν παρασυρόταν από την εφήμερη δόξα, δηλαδή την εφήμερη χοϊκότητα. Γνώριζε βαθιά μέσα του ότι «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι επηρμένος, εξουσιαστικός, δεσποτικός; ΄Ετσι η ποιμαντορική του ράβδος, περισσότερο από ράβδος εξουσίας και δύναμης, ήταν ράβδος ελέους και δικαιοσύνης, ράβδος ευθύτητος και παραμυθίας. Ράβδος, στην οποία στηριζόμενος, μπορούσε, ως ο Δαβίδ, να είναι «εν λαίουσι παίζων ως εν ερίφοις, και εν άρκτοις ως εν …. προβάτων». Εμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του απλός και άτυφος. Δεν τον θάμπωσε η αίγλη του επισκοπικού αξιώματος και δεν τον μέθυσε η δύναμη της εξουσίας. Ιδιαίτερα στις σχέσεις του με τους ιερείς και τους συνεργάτες του. Υπήρξε ο πατέρας και ο αδελφός. Καταδεκτικός, προσηνής, ανοιχτός στο διάλογο. Αποστρεφόταν τη διαβολή, τη συκοφαντία, την κατάκριση. Είχε βαθύ το αίσθημα της δικαιοσύνης μέσα του. ΄Ηταν αντικειμενικός και αμερόληπτος.
Η βαθιά ανθρωπογνωσία και η άγρυπνη παρακολούθηση της κοινωνικής πραγματικότητας που είχε, τον βοηθούσαν να κατανοεί όλα τα προβλήματα των κληρικών του: προσωπικά, οικογενειακά, οικονομικά. Και η κατανόηση αυτή μεταφραζόταν σε μια στάση και συμπεριφορά που φανέρωνε τον πλούτο της καρδιάς του… Επάνω απ’ όλα όμως, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος υπήρξε ο επίσκοπος της αγάπης, των αρρώστων, των νοσοκομείων. Ο επίσκοπος των φτωχών και των πονεμένων …». Πηγή: despotato.eu
0 Comments
Leave a Reply. |
ΕπικοινωνίαΤις καταγγελίες, τα παράπονα και τις απόψεις σας, μπορείτε να τα στείλετε στο email:
taneatismikrospilias24 @yahoo.gr Δημοφιλέστερα άρθρα |