Ένοπλη δράση και προετοιμασία προπαραμονές των Βαλκανικών Πολέμων ... ... Η οργάνωση του προαπελευθερωτικού αγώνα στην Ήπειρο κατά τα τελευταία έτη της οθωμανικής κυριαρχίας υποστηρίχθηκε από το Ηπειρωτικό Κομιτάτο, επίσης γνωστό στη βιβλιογραφία και ως Ηπειρωτική Εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1906. Σε αυτή την προσπάθεια καίρια υπήρξε υποστήριξη των τοπικών προξενικών και εκκλησιαστικών αρχών, καθώς και των χιλιάδων επώνυμων και ανώνυμων Ηπειρωτών, που συνέβαλαν στην ισχυροποίηση της οργάνωσης με τη διανομή οπλισμού, τη μύηση νέων μελών, τη συγκρότηση επαναστατικών επιτροπών σε πόλεις και χωριά, καθώς και με τη δημιουργία εκτεταμένου δικτύου πληροφοριών. Στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, τον Οκτώβριο του 1912, τα ανταρτικά σώματα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο αριθμούσαν πλέον των 3.200 ατόμων, τα οποία διεξήγαν επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον οθωμανικών διωκτικών τμημάτων, καθώς και ατάκτων ομάδων που δρούσαν εις βάρος του τοπικού πληθυσμού. Αρχέγονος Ελλάς, όπως ονομαζόταν η Ήπειρος από συγγραφείς της αρχαιότητας, υπήρξε από τα προπύργια του Ελληνισμού σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο εμφανίστηκαν εκεί οι πρώτες εστίες αντίστασης των Ελλήνων, με την ίδρυση του ομώνυμου δεσποτάτου, ενώ σι εξεγέρσεις κατά της οθωμανικής κυριαρχίας άρχισαν να σημειώνονται ήδη από τις πρώτες δεκαετίες της τουρκικής παρουσίας στην Ήπειρο, κατά τον 15ο αιώνα. Οι ένοπλες εξεγέρσεις κορυφώθηκαν με την επανάσταση του Διονυσίου, του επονομαζόμενου από τους Τούρκους ως «Σκυλοσόφου», το 1611. Η τελευταία κατεστάλη βίαια και τα αντίποινα που επέβαλαν οι κατακτητές μετέβαλαν άρδην την κοινωνική και οικονομική δομή της περιοχής, καθώς υπήρξαν εκτοπίσεις πληθυσμών, μαζικές λεηλασίες και εγκαταστάσεις μουσουλμάνων εποίκων στο κάστρο των Ιωαννίνων. Οι αιώνες της Τουρκοκρατίας χαρακτηρίσθηκαν από συχνές αυθαιρεσίες των αρχών, σφαγές, επιβολή βαριάς φορολογίας, υφαρπαγές περιουσιών και ηθικές ταπεινώσεις. Έχοντας περιέλθει σε αυτή την απελπιστική κατάσταση πολλοί Ηπειρώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους οικισμούς των πεδιάδων και να καταφύγουν σε ασφαλέστερους και πιο δυσπρόσιτους ορεινούς τόπους. Τον 16ο αιώνα τοποθετείται και η εγκατάσταση ανυπότακτων ντόπιων στην περιοχή του Σουλίου, που υπήρξε το ορμητήριο ηρωικών αγώνων και κυματοθραύστης των επίμονων τουρκικών προσπαθειών οι οποίες είχαν στόχο την εκπόρθησή του. Αποφασιστική υπήρξε η συμβολή των Ηπειρωτών και στην Επανάσταση του 1821. Ηδη από την προετοιμασία του Αγώνα, τα δύο από τα τρία ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν Ηπειρώτες. Ομως η έναρξη της Επανάστασης βρήκε την Ήπειρο να έχει μεταβληθεί σε πεδίο πολεμικών συγκρούσεων, μεταξύ των δυνάμεων του σουλτάνου και του Τουρκαλβανού αποστάτη Αλή πασά των Ιωαννίνων. Παρ’ όλη τη μαζική κινητοποίηση και τη συμβολή των ενόπλων Ηπειρωτών στην Επανάσταση -μεταξύ αυτών και των Σουλιωτών υπό τον θρυλικό Μάρκο Μπότσαρη- όπου το απαιτούσαν οι ανάγκες για το Έθνος, η νεοσύστατη Ελλάς περιορίστηκε στη γραμμή Αμβρακικού – Σπερχειού. Η μη ενσωμάτωση της Ηπείρου σηματοδότησε μια νέα εποχή, κατά την οποία ήταν έντονος ο πάθος για ένωση, πλέον, με την πατρίδα. Σε αυτό το πλαίσιο, σημειώθηκαν εξεγέρσεις κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου το 1854, που εξαπλώθηκαν και στη γειτονική Θεσσαλία. Όμως, παρά τις αρχικές επιτυχίες, η επανάσταση δεν κατόρθωσε να εδραιωθεί και οι εξεγερθέντες ηττήθηκαν στο Πέτα. Ανάλογη τύχη είχε και η εξέγερση του 1878 με τις επαναστατημένες δυνάμεις που εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία ενός, ακόμη, ρωσοτουρκίκού πολέμου να θέτουν υπό τον προσωρινό έλεγχο τους περιοχές στα Τζουμέρκα και στο Δέλβινο. Η καταστολή των επαναστάσεων συνοδευόταν πάντα από θηριωδίες από μέρους των οθωμανικών στρατευμάτων. Τα τελευταία, συνεπικουρούμενα από σώματα Αλβανών ατάκτων, επιδίδονταν σε ακρότητες εις βάρος του πληθυσμού, και συγκεκριμένα σε πυρπολήσεις χωριών, ληστρικές επιδρομές, μαζικούς βασανισμούς και εκτελέσεις αμάχων. ΝΕΑ ΠΡΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΝ ΑΥΓΗ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ Η συγκρότηση ένοπλων αντιστασιακών ομάδων από Ηπειρώτες συνεχίστηκε και μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) και την επιδίκαση της περιοχής της Άρτας στην Ελλάδα. Οι ελπίδες όμως για ένωση κλονίσθηκαν με τον ατυχή πόλεμο του 1897 ο οποίος καταρράκωσε το ηθικά των κατοίκων. Στην ανατολή του 20ού αιώνα και ενώ η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας σταδιακά αναδιοργανωνόταν μετά την επαίσχυντη ήττα, η ανάγκη για δημιουργία οργανωμένης συντονιστικής αρχής που θα προετοίμαζε τις συνθήκες για τον απελευθερωτικό αγώνα και θα ενδυνάμωνε το αγωνιστικό αίσθημα, παράλληλα με την υποστήριξη ενός αδιάβλητου δικτύου πληροφοριών, γινόταν όλο και πιο επιτακτική. Την εποχή εκείνη στην Ήπειρο είχε εισβάλει η αλβανική προπαγάνδα, που υποστηριζόταν κυρίως από την αυστριακή και ιταλική εξωτερική πολιτική, ενώ ενισχυόταν απολύτως και από τις τουρκικές αρχές. Δευτερεύοντα ρόλο έπαιξε η προπαγάνδα από την πλευρά της Ρουμανίας, η οποία επιχείρησε να προσεταιρισθεί τις ελληνοβλαχικές κοινότητες της Πίνδου. Υπό αυτές τις συνθήκες, το οθωμανικό κράτος συνέπραττε συστηματικά με ληστρικές συμμορίες, προκειμένου να καταφέρει ισχυρά πλήγματα στο ελληνικό στοιχείο και να περιορίσει τις εθνικές του διεκδικήσεις. Καθώς η παρουσία των ξένων συμφερόντων γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Οι Ηπειρώτες δεν παρέμειναν αδρανείς, και επιφανείς προσωπικότητες του τόπου αλλά και της ηπειρωτικής διασποράς ανέλαβαν πρωτοβουλία για την ανάσχεση της ξένης προπαγάνδας. Άρχισαν να συγκροτούνται, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, κατά τόπους αντιστασιακές ομάδες Ηπειρωτών που είχαν την υποστήριξη των ελληνικών προξενείων και του ηπειρωτικού Τύπου, ο οποίος εκδιδόταν στην ελεύθερη Ελλάδα. με προεξάρχουσα την εφημερίδα «Φωνή της Ηπείρου» στην Αθήνα, από τον Γεώργιο Γάγαρη. Το συγκεκριμένο έντυπο αποκάλυπτε επίσης την κακοδιαχείριση και τις αθλιότητες γενικότερα της οθωμανικής διοίκησης, ενώ οι ανταποκριτές του που διαβιούσαν στην Ήπειρο αναγκαστικά αρθρογραφούσαν με ψευδώνυμο. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ Τα αίτια που οδήγησαν στην οργάνωση του προαπελευθερωτικού αγώνα στην Ήπειρο και στην ίδρυση του Ηπειρωτικού Κομιτάτου δεν διέφεραν από εκείνα που προκάλεσαν την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, του οποίου οι απαρχές τοποθετούνται ήδη το 1903. Βέβαια, οι περιστάσεις απαιτούσαν την ύπαρξη ενιαίας αρχής με άρτια οργάνωση, στελεχωμένης από πρόσωπα που διέθεταν κύρος και αποφασιστικότητα. Γι΄αυτό τον σκοπό, το 1906, και συγκεκριμένα τη συμβολική ημερομηνία 25 Μαρτίου, ιδρύθηκε από επιφανείς Ηπειρώτες στην Αθήνα η «Ηπειρωτική Εταιρεία», γνωστή επίσης ως ”Ηπειρωτικό Κομιτάτο” . που έμελλε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικά ρόλο στην εθνική συσπείρωση και να αναλάβει επαναστατική δράση στην περιοχή κατά τα τελευταία έτη της Τουρκοκρατίας στην Ηπειρο. Η προεδρία της Ηπειρωτικής Εταιρείας ανατέθηκε στον αντισυνταγματάρχη πυροβολικού Παναγιώτη Δαγκλή, απόγονο Σουλιωτών οπλαρχηγών του 1821. Η επιλογή του ως προέδρου δεν ήταν τυχαία, καθώς ο Δαγκλής διέθετε κύρος στο στράτευμα και ταυτόχρονα ασκούσε σημαντική επιρροή στη βασιλική οικογένεια. Ομως, ο ιθύνων νους του εγχειρήματος και η ψυχή της όλης δράσης από τη στιγμή της σύστασης της Εταιρείας μέχρι και την απελευθέρωση της Ηπείρου υπήρξε ο υπομοίραρχος Χωροφυλακής Σπυρίδων Σπυρομήλιος από τη Χειμάρρα. Ο Σπυρομήλιος απόγονος στρατιωτικής οικογένειας με σημαντική εθνική δράση, είχε και ο ίδιος στο ενεργητικό του αξιόλογη συμμετοχή σε ενόπλους αγώνες: από το 1903 συνεργάστηκε με τον Κωνσταντίνο Μαζα- ράκη για την προπαρασκευή του Μακεδονικού Αγώνα και το επόμενο έτος τοποθετήθηκε στο Ελληνικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, ανέλαβε σειρά από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον Βουλγάρων κομιτατζήδων στην περιοχή του Βερμίου. Σε μία μάλιστα από αυτές τραυματίστηκε σοβαρά. Την ιδρυτική ομάδα πλαισίωναν διακεκριμένοι Ηπειρώτες αξιωματικοί, όπως ο ταγματάρχης μηχανικού Χρήστος Μαλάμος, ο υπολοχαγός οικονομικού Χρήστος Χρόνης, ο ανθυπίλαρχος Βασίλειος Μελάς και ο ανθυποπλοίαρχος Χαρίλαος Λιάμπεης. Εκτός των στρατιωτικών, αρκετά από το ιδρυτικά μέλη ήταν επίσης επιφανείς προσωπικότητες, προερχόμενες κυρίως από τον χώρο της πολιτικής και των γραμμάτων, όπως ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Χρήστος Χρηστοβοσίλης, ο γενικός διευθυντής ΣΠΑΠ Γεώργιος Δούμας, ο υφηγητής πανεπιστημίου Μιλτιάδης Πανταζής, ο δικηγόρος Περικλής Καραπάνος, ο δημοσιογράφος Γεώργιος Γάγαρης και ο πολιτικός Αυγερινός Αβέρωφ. Αμέσως μετά τη σύσταση της οργάνωσης ιδρύθηκαν οι τρεις διευθύνσεις του Κομιτάτου στα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Ηπείρου, όπου έδρευαν και τα οικεία προξενεία Ιωαννίνων (Α’), Πρέβεζας (Β’) και Αργυροκάστρου (Γ’), ενώ την οργάνωση τους ειχε αναλάβει απευθείας ο ίδιος ο Σπυρομήλίος. Το κύριο 6άρος της δράσης επωμίσθηκε η Α” Διεύθυνση Ιωαννίνων, της οποίας την ηγεσία ανέλαβε ο υπολοχαγός Κωνσταντίνος Τσιριγώτης, ο οποίος επισήμως τοποθετήθηκε ως γραμματέας στο τοπικό προξενείο. Μέχρι την αποχώρησή του από τα Ιωάννινα το 1908 ανέπτυξε σημαντική δράση προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες όσον αφορά την επιλογή και μύηση νέων μελών, την οργάνωση ενόπλων ομάδων συνολικού αριθμού 500 ατόμων, καθώς και τη συλλογή πληροφοριών. Παράλληλα, τοποθετήθηκαν έμπιστα πρόσωπα σε καίριες θέσεις και δημιουργήθηκαν ειδικά τμήματα στα κατά τόπους προξενεία, τα οποία διευθύνονταν μυστικά από Έλληνες αξιωματικούς, που έφεραν συνήθως δύο ονόματα, ένα ως «υπάλληλοι» και ένα ως μέλη της οργάνωσης. Η μετάδοση των πληροφοριών προς την ελεύθερη Ελλάδα πραγματοποιείτο μέσω μυστικού κρυπτογραφικού κώδικα, ενώ η μεταφορά της αλληλογραφίας γινόταν από άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης -ειδικούς ταχυδρόμους, χωρικούς, βοσκούς, αγωγιάτες- η και με τη συμμετοχή αμαξάδων, οι οποίοι τη μετέφεραν μέσα σε ειδικές κρύπτες. Επιπλέον στην Α’ Διεύθυνση συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Αλέξανδρος Αειβαδεύς, γραμματέας αργότερα της Διεύθυνσης, ο Νικόλαος Χαντέλης, διερμηνέας του προξενείου, ο δικηγόρος Γεώργιος Τζαβέλλας, ο Μιχάλης Λόντος, ο Αριστοτέλης Χρηστίδης και ο Σπύρος Κεφαλωνίτης. Εκτός της Διεύθυνσης Ιωαννίνων, σημαντική δραστηριότητα ανέπτυξε και η Διεύθυνση Πρέβεζας, όπως αποκαλύπτεται από το αρχειακό υλικό που έχει διασωθεί, όπου είχε τοποθετηθεί ο υπολοχαγός πυροβολικού Ιωάννης Παπαϊωάννου. Αντιθέτως, η δράση της Διεύθυνσης Αργυροκάστρου, όπου αποσπάστηκε πολύ αργότερα (το 1908) ο υπολοχαγός πεζικού Νικόλαος Κοντογούρης, υπήρξε περιορισμένη, λόγω των έκρυθμων συνθηκών που επικρατούσαν εκεί καθ' όλη τη διάρκεια των επομένων ετών. Η οργάνωση του Ηπειρωτικού Κομιτάτου βασίστηκε στα οργανωτικά πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας. Τα στελέχη οργανώνονταν σε μυστικές ομάδες που ιεραρχικά διακρίνονταν σε τρεις βαθμίδες «εταίρους», «αδελφούς» και «ελευθερωτές», και ορκίζονταν πίστη και αφοσίωση στο πατριωτικό καθήκον. Χαρακτηριστικά, ο όρκος των ελευθερωτών είχε ως εξής: «Ορκίζομαι επί του ιερού Ευαγγελίου, εις το όνομα της μίας και αδιαιρέτου και ομοουσίου Αγίας Τριάδος, ότι θέλω χύσει και την τελευ- ταίαν ρανίδα του αίματος μου, προς απελευθέρωσιν της φιλτάτης μου πατρίδος Ηπείρου όταν διαταχθώ προς τούτο, και ότι θέλω τηρήσει απόλυτον εχεμύθειαν περί του σκοπού και του έργου της Εταιρείας, εν η δε περιπτώσει φανώ επίορκος να υφίσταμαι τας συνεπείας τού περί ποινών μυστικού άρθρου και να είμαι επικατάρατος». Οι επικεφαλής της οργάνωσης διακρίνονταν σε οπλαρχηγούς που τίθεντο επικεφαλής των ένοπλων τμημάτων, κληρικούς και δημογέροντες, με ποικιλόμορφη δράση. Ηδη κατά το πρώτο έτος της ύπαρξης του Κομιτάτου σι μυημένοι στα Ιωάννινα έφτασαν τους 300 και στην ύπαιθρο τους 1.500, γρήγορα όμως αυτοί οι αριθμοί πολλαπλασιάστηκαν σε ολόκληρο το σαντζάκι Ιωαννίνων. Ετσι σε ένα σύνολο 100 περίπου χωριών, οργανώθηκαν επαναστατικές επιτροπές, με ανταρτικές ομάδες, καθώς και δίκτυο αγγελιαφόρων. Οι πληροφοριοδότες προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις, εξασφάλιζαν σχεδιαγράμματα που απεικόνιζαν τις τουρκικές οχυρώσεις, ενώ ορισμένοι συμμετείχαν και ως εργάτες στα οχυρωματικά έργα του Οθωμανικού (τουρκικού) Στρατού. Το Κομιτάτο, εκτός των πληροφοριών που παρείχε στους μηχανισμούς της ελεύθερης Ελλάδας μέσω ταυ προξενείου των Ιωαννίνων, άρχισε να μυεί και να οργανώνει ομάδες σε όλη την Ηπειρο, τις οποίες εξόπλιζε μυστικά, Η κυρία συμβολή των μυημένων της υπαίθρου που ανήκαν στις τάξεις των «Ελευθερωτών», κατά τα πρώτα έτη της οργάνωσης, ήταν η μεταφορά όπλων και πυρομαχικών, συνήθως μέσα σε δέρματα ζώων. Η διαδρομή που ακολουθείτο από τη στιγμή που το πολεμικό υλικό περνούσε τα σύνορα ήταν: Καλαρρύτες, Δρίσκος, Μονή Ντουραχάνης και αμέσως μετά σε επιλεγμένες θέσεις στη λίμνη Παμβώτιδα. Από εκεί τα όπλα αυτά διανέμονταν σε όλη την Ηπειρο, από την Πρέβεζα έως και τις περιοχές τις Χειμάρρας, του Δέλβινου και του Αργυροκάστρου. Ο οπλισμός αυτός είτε κατέληγε απευθείας στα ένοπλα τμήματα που είχαν μόλις σχηματισθεί στους κόλπους της οργάνωσης είτε φυλασσόταν προκειμένου να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά όποτε κρίνονταν πλέον πρόσφορες οι συνθήκες για μαζική αντίσταση. Δεν είναι γνωστό με απόλυτη ακρίβεια πόσα όπλα εστάλησαν στην Ηπειρο. Πάντως, κατά τα δύο πρώτα έτη της δράσης μεταφέρθηκαν 1.450, ενώ συνολικά μέχρι τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, σύμφωνα με το αρχείο Δαγκλή, προκύπτει οτι έφθασαν περίπου 15.000. Σε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες συμμετείχε ενεργά η Εκκλησία. Συγκεκριμένα, πλήθος ναών και μοναστηριών μετατράπηκαν σε αποθήκες οπλισμού και κρησφύγετα για τους διωκομένους πατριώτες. Φυσικά, πολλοί κληρικοί ήταν μέλη του Ηπειρωτικού Κομιτάτου, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην εμπέδωση του αγωνιστικού πνεύματος, πλην της ιεραρχικά ανώτερης ομάδας των «Εταίρων» που ορκίζονταν ενώπιον των επικεφαλής της Α” Διεύθυνσης. Καίρια υπήρξε η συμβολή των ανώτερων κληρικών της Ηπείρου, όπως του μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνος Βλάχου, μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αθηνών, ο οποίος εμυήθη το 1907 από τον γραμματέα της Διεύθυνσης Αλέξανδρο Λειβαδέα. Μάλιστα, λόγω της πατριωτικής του δράσης, συνελήφθη προσωρινά από τις τουρκικές αρχές. Σημαντικές, επίσης. μορφές στην εθνική προσπάθεια υπήρξαν ο επίσκοπος Φωτικής Χρυσόστομος και ο ηγούμενος της μονής Αγίας Αικατερίνης Ιωαννίνων Ανθιμος Κτενιάδης. Αποφασιστική υπήρξε η προσπάθεια του μητροπολίτη Παραμυθιάς, Φιλιατών και Γηρομερίου, Ιερόθεου Ανδουλίδη, που έλαβε το προσωνύμιο «Λέων της Ηπείρου». Εκτός της συνεργασίας του με τα ένοπλα σώματα του Κομιτάτου που δρούσαν στην περιοχή της Θεσπρωτίας, συνέβαλε στη συσπείρωση του ποιμνίου του ενάντια στις επιθέσεις μουσουλμανικών ομάδων, αλβανικών και τουρκικών. Τη σημαντική του δράση συνέχισε ο διάδοχος του από το 1909, Νεόφυτος Κοτζαμανίδης. ΕΝΟΠΛΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ Η Α’ Διεύθυνση Ιωαννίνων συγκρότησε ένοπλες ομάδες τόσο στην πόλη των Ιωαννίνων όσο και στην ύπαιθρο. Σε όλη την κατεχόμενη Ήπειρο διεξήχθησαν επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον διωκτικών τμημάτων της οθωμανικής χωροφυλακής και ατάκτων ομάδων, Τούρκων ή Αλβανών, στις περιοχές Πρέβεζας, Καναλακίου, Γλυκύς, Γαρδικίου. Παραμυθιάς, Μανωλιάσσας, Χειμάρρας και Πρεμετής. Αξιόλογη υπήρξε από τους πρώτους μήνες της δράσης του Κομιτάτου η συμβολή του οπλαρχηγού Γεωργίου Αρκούδα, από τη Σαμαρίνα. Ομως η δράση του έληξε ύστερα από ενέδρα τουρκικού αποσπάσματος, τον Αύγουστο του 1906, κοντά στο χωριό Κουκούλι του Ζαγορίου, όπου έχασε τη ζωή του στη συμπλοκή που ακολούθησε. Από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του αντάρτικου αγώνα στην Ηπειρο ήταν ο Ιωάννης Πουτέτσης, από την περιοχή του Αργυροκάστρου. Ο Πουτέτσης, που έφερε το ψευδώνυμο Βοργιας, με τη συμμετοχή του σε ένοπλες επιχειρήσεις στα ηπειρωτικά βουνά, από το 1906, σταδιακά αναδείχθηκε στις τάξεις του Ηπειρωτικού Κομιτάτου. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1908, αφού διέφυγε τη σύλληψη ύστερα από τουρκική ενέδρα, ονομάσθηκε οπλαρχηγός στο χωριό Δραγουμή. Χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στα Πράμαντα, διεξήγαγε αρκετές μάχες τόσο με τα τουρκικά στρατεύματα όσο και με αντίστοιχες αλβανικές και ρουμανικές ομάδες ατάκτων. Από τα τέλη του Ιουλίου 1908 είχε ενταχθεί στον ένοπλο αγώνα και ο Σπύρος Κρομμύδας από το χωριό Ιερομνήμη, που θα επεδείκνυε σημαντική ανταρτική δραστηριότητα στις περιοχές του Ολύτσικα και των Κουρέντων. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτος έλαβε χώρα συμπλοκή της ομάδας Κρομμύδα με απόσπασμα τουρκικής χωροφυλακής στην Κρετσούνιστα, το οποίο τράπηκε σε άτακτη φυγή. Η δράση της ομάδας του Κρομμύδα συνεχίστηκε, και στις 2 Δεκεμβρίου, κοντά στο χωριό Σουλόπουλο, αποδεκάτισε ένοπλη ομάδα του Νεοτουρκικού Κομιτάτου. Γενικότερα, το σώμα του Κρομμύδα μαζί με αυτό του Πουτέτση αποτέλεσαν και τους σημαντικότερους αντιστασιακούς πυρήνες στην Ήπειρο μέχρι το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων. Παράλληλα και στη Θεσπρωτία, από το 1908, οι μπέηδες της περιοχής και οι τουρκικές συμμορίες αντιμετώπιζαν την αντίσταση των ένοπλων ηπειρωτικών σωμάτων, που οργανώθηκαν από τον Κώστα Ζαρκάδη και τον Νικόλαο Κουτούπη από το Πόποβο, τον Κολοβό από το Σούλι και τον Γεώργιο και Αθανάσιο Καρρά από το Ζωτικό. Σε αυτήν την προσπάθεια καίρια υπήρξε η συμβολή της μητρόπολης Παραμυθιάς, που παρείχε σημαντικές πληροφορίες στα ένοπλα τμήματα. Δεν έλειψαν και απρόοπτες εξελίξεις, όπως όταν οι οθωμανικές αρχές κατέσχεσαν, τον Οκτώβριο του 1908, ύστερα από έφοδο στο κρησφύγετά του Πουτέτση, 40 πρωτόκολλα ορκωμοσίας μυημένων στελεχών. Η θέση του Πουτέτση κατέστη ιδιαίτερα επισφαλής, όμως, αφού κατάφερε να γλιτώσει από το κυνηγητό που είχαν εξαπολύσει εναντίον του οι αρχές, ειδοποίησε εγκαίρως τους 40 συμπατριώτες του, ώστε να διαφύγουν τη σύλληψη. Το συγκεκριμένο περιστατικό, παρόλο που δεν είχε τραγική κατάληξη, προκάλεσε ανησυχία στα οργανωτικά στελέχη του Κομιτάτου και υπήρξε η αφορμή για τη δημιουργία ενός περισσότερο συμπαγούς δικτύου πληροφοριών. Ο Πουτέτσης, δρώντας στην ύπαιθρο με το απόσπασμά του, κατάφερε σε πολλές περιπτώσεις να προστατεύει τους ντόπιους πληθυσμούς από τις αλβανικές και ρουμανικές ένοπλες ομάδες, καθώς και από τις αυθαιρεσίες των οργάνων των οθωμανικών αρχών. Ταυτόχρονα, κατά την ένοπλη δράση του, συχνά απευθυνόταν στους χωρικούς και μιλούσε για τη χριστιανική πίστη, γι' αυτό και έλαβε τα προσωνύμια «Παπαγιάννης» και «Αγιος Κοσμάς», Φυσικά συνεργάστηκε στενά και με τις εκκλησιαστικές αρχές, όπως με τον μητροπολίτη Παραμυθιάς Νεόφυτο, αλλά και με τα ανταρτικά σώματα που δρούσαν στην περιοχή του ποιμνίου του. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ Σημαντικό αντίκτυπο στη δράση του Ηπειρωτικού Κομιτάτου και γενικότερα στην ελληνική εξωτερική πολιτική είχε η Επανάσταση των Νεότουρκων, που κυριάρχησε στην οθωμανική πολιτική σκηνή τον Ιούλιο του 1908. Παρά τις αρχικές δεσμεύσεις για ισονομία στους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η κατάσταση που δημιουργήθηκε στο βιλαέτι των Ιωαννίνων με την επικράτηση του νεοτουρκικού κινήματος δεν συνετέλεσε στην άμβλυνση της ξένης προπαγάνδας. Αντιθέτως, το γεγονός ότι στην εδραίωση του εν λόγω κινήματος συνέβαλε αποφασιστικά η στάση Αλβανών αξιωματικών και στρατιωτών τοποθετημένων στην τουρκική φρουρά των Ιωαννίνων είχε ως συνέπεια οι Νεότουρκοι να εγγυηθούν στους τελευταίους σειρά από δικαιώματα που έθιγαν συστηματικά τις εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός αρχικά επέδειξε ανεκτικότητα απέναντι στη δημιουργία αλβανικών λεσχών, δείχνοντας ταυτοχρόνως ανοχή και απέναντι στην οθωμανική διοίκηση, όπως συνέβη στην Κόνιτσα, τους Φιλιάτες, το Βεράτιο, το Τεπελένι, την Πρεμετή και τον Αυλώνα, σύντομα διεφάνησαν οι σοβινιστικές τους διαθέσεις. Έτσι, παρά την εφαρμογή ισονομίας που επεδίωξαν οι Ηπειρώτες στο πλαίσιο των νέων υποτιθέμενων πολιτικών συνθηκών, δεν ήταν δυνατό να αποτρέψουν τη θεσμοθέτηση μέτρων που απειλούσαν την εθνική τους ταυτότητα. Μάλιστα, οι Τούρκοι, στο πνεύμα της αλβανικής υποστήριξης του νεοτουρκικού κινήματος, δέχθηκαν ως αντάλλαγμα να επιτρέψουν και τη σύσταση αλβανικών σχολείων και τη δημιουργία χωροφυλακής, η οποία θα αποτελείτο κυρίως από Αλβανούς, όπως συνέβαινε στα χρόνια του Αλή πασά. Πάντως, η έντονη ανταρτική αλβανική παρουσία. από τον Ιούλιο του 1908, ανησύχησε ιδιαίτερα τον επικεφαλής της Α’ Διεύθυνσης Θεόδωρο Μανέτα που είχε αναλάβει τη θέση αυτή μετά την αποχώρηση του Τσιριγώτη, ενώ εκφράζονταν και φόβοι για ενδεχόμενη κάθοδο αλβανικών πληθυσμών σε περιοχές με αμιγή ελληνική παρουσία, εξαιτίας της ιδιαίτερα στενής αλβανοτουρκικής συνεργασίας. Στο πλαίσιο της υποτιθέμενης ισοπολιτείας του νεοτουρκικού κινήματος προβλεπόταν η μετατροπή των ιδιωτικών σχολείων σε κρατικά, γεγονός το οποίο είχε άμεση συνέπεια την υποχρεωτική εισαγωγή της τουρκικής γλώσσας και ιστορίας στα ελληνικά σχολεία. Στο ίδιο πλαίσιο εντασσόταν η υποχρεωτική κατάταξη στον Οθωμανικό Στρατό και μη Τούρκων, αρκεί αυτοί να διαβιούσαν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η καθολική στράτευση υπήρξε ένα από τα μέτρα των Νεότουρκων που αποσκοπούσαν στην εθνική αλλοίωση των αλλογενών κοινοτήτων στην οθωμανική κοινωνία, ενώ στα Ιωάννινα στρατολογήθηκαν συνολικά 720 χριστιανοί. Αυτό, όμως το μέτρο εξελίχθηκε σε δίκοπο μαχαίρι για την τουρκική πολιτική, καθότι πολλοί Ελληνες, Οθωμανοί υπήκοοι, που υπηρετούσαν στον Οθωμανικό Στρατό, υπήρξαν πληροφοριοδότες προς όφελος της Ελλάδος, όπως ο Mικρασιάτης Νικόλαος Μιζαντζιόγλου ή Νικολάκης εφέντης αξιωματικός του Βεχήπ μπέη. Ο Μιζαντζιόγλου μάλιστα σχεδίασε και παρέδωσε τον χάρτη των τουρκικών οχυρών με τις ακριβείς θέσεις των πυροβολείων. Σημαντικός, επίσης, πληροφοριοδότης υπήρξε ο Δημήτριος Παπαϊωάννου, μυημένος στο Ηπειρωτικό Κομιτάτο από τον Λειβαδέα το 1906, που προσέφερε τα σχέδια των οχυρωματικών θέσεων στο Δουρούτι,στη Σαδοβίτσα και στο Γαρδίκι, καθώς και άλλες πολύτιμες πληροφορίες. Σημαντικά στοιχεία για τις τουρκικές θέσεις και κινήσεις στρατευμάτων προσέφεραν και πολλοί άλλοι που υπηρετούσαν στον Οθωμανικό Στρατό, όπως ο Χρήστος Κωνσταντινίδης, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στη φρουρά του οχυρού της Καστρίτσας. Μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των πολιτικών αλλαγών δεν άργησε η αναδιοργάνωση και της ελληνικής πολιτικής. Αμέσως μετά την κήρυξη του νεοτουρκικού κινήματος πραγματοποιήθηκαν αλλαγές στην οργάνωση της Διεύθυνσης Ιωαννίνων και συγκροτήθηκαν επιπλέον δύο τμήματα εντός της πόλης και τρία στην ευρύτερη περιοχή: Ζαγορίου, Ζίτσας και Ζορίστης. Παράλληλα με τη γενικότερη αναδιάρθρωση της εξωτερικής πολιτικής, αναβαθμίστηκε η θέση του επικεφαλής του Ηπειρωτικού Κομιτάτου, Παναγιώτη Δαγκλή. Τον Αύγουστο του 1908, με προσωπική εντολή του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, ο Δαγκλής συγκρότησε και διηύθυνε και την «Πανελλήνιον Οργάνωσίν», απόρρητη κρατική υπηρεσία, που αποσκοπούσε στον συντονισμό των αλυτρωτικών αγώνων του Ελληνισμού. Τον ίδιο μήνα συστήθηκε στα Ιωάννινα ο “Ελληνικός Πολιτικός Σύλλογος”, με πρόεδρο των Γεώργιο Τζαβέλλα, υποστηριζόμενος από το ίδιο το Ηπειρωτικό Κομιτάτο και με σκοπό να συσπειρώσει τους ντόπιους. Μάλιστα, το 1909 ο Σύλλογος απέκτησε το δικό του δημοσιογραφικό όργανο, την εφημερίδα «Ηπειρος», με εκδότη τον Γεώργιο Χατζή, ο οποίος αγωνίσθηκε για τα εθνικά δίκαια με πλούσια αρθρογραφία ενώ με καυστικό ύφος κατέκρινε την πολιτική των Νεότουρκων. Παρόλη την προσπάθεια όμως για ενδυνάμωση του εθνικού αγώνα, σημαντικό εμπόδιο στη δράση του Κομιτάτου αποτέλεσε, το καλοκαίρι του 1909, η αλλαγή πολιτικής στάσης προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία από τη κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη, με την εφαρμογή πολιτικής ύφεσης απέναντι της. Ιδιαίτερα με την απόφαση να τερματιστεί κάθε είδους επαναστατική δραστηριότητα δεν δίστασε να διατάξει και τη διακοπή της αποστολής οπλισμού προς την Ηπειρο, αλλά και την ανάκληση όλων των αξιωματικών που υπηρετούσαν στα προξενεία της περιοχής. Ομως, μετά την πτώση της στις 15 Αυγούστου το Ηπειρωτικό Κομιτάτο κατόρθωσε να ενισχύσει και πάλι το φρόνημα των Ηπειρωτών, δίνοντας τη δυνατότητα για ανασυγκρότηση και συνέχιση της ένοπλης και μη δράσης αδιάλειπτα μέχρι και τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε δυναμικά, από τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, ο νέος πρόξενος Ιωαννίνων, Άγγελος Τυπάλδος Φορέστης, ο οποίος ανέλαβε ταυτόχρονα και την Α’ Διεύθυνση της οργάνωσης. Ο Φορέστης ανασυγκρότησε το δίκτυο πληροφοριών και ενίσχυσε σημαντικά τον εξοπλισμό του Κομιτάτου. Παράλληλα με τη δράση του Φορέστη αξιόλογη ήταν η συμβολή και του διερμηνέα του προξενείου, Νικολάου Χαντέλη. Σημαντικότατες υπηρεσίες προσέφερε και ο μητροπολίτης Ιωαννίνων, Γερβάσιος Ωρολογάς, από τη στιγμή της τοποθέτησής του, τον Ιούνιο του 1910. Ο Γερβάσιος συντόνιζε τις ενέργειες των ιερέων στα χωριά που υπάγονταν στη μητρόπολή του και υπήρξε από τους πρώτους που διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στα νέα σχέδια που μεθόδευαν οι Νεότουρκοι, κατά το καλοκαίρι του ίδιου έτους, ενώ παράλληλα βρισκόταν σε διαρκή συνεργασία με τον Αγγελο Φορέστη. Παρ’ όλα αυτά δεν απεφεύχθη η ρήξη μεταξύ τους, σχετικά με το θέμα της ένοπλης δράσης. Ενώ ο Γερβάσιος ήταν αντίθετος στην εκτεταμένη ένοπλη δραστηριότητα, λόγω της επιβολής σκληρών αντιποίνων κατά του αμάχου πληθυσμού, αντίθετα ο Φορέστης θεωρούσε αιχμή του δόρατος της προαπελευθερωτικής διαδικασίας τη διενέργεια δολιοφθορών εις βάρος των Τούρκων. Σημαντική υπήρξε και η συμβολή ορισμένων Ευρωπαίων διπλωματών στα Ιωάννινα, και μάλιστα αυτών που υπηρετούσαν εκείνη την εποχή στα προξενεία των Ιωαννίνων. Ο Γάλλος πρόξενος, Εντγκάρ Ντουσάπ, από κοινού με τη σύζυγο του υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές των ελληνικών δικαίων, άσκησαν την επιρροή τους προς τις τουρκικές αρχές για την προστασία πολλών Ελλήνων και προσέφεραν ανεκτίμητες πληροφορίες στην ελληνική πλευρά. Ανάλογη στάση τήρησε και ο πρόξενος της Ρωσίας Νικαλάι Τσελκούνωφ, όπως και ο διπλωματικός πράκτορας της Βρετανίας, ταγματάρχης Γουίλις. Αντίθετα, η στάση των τοπικών διπλωματών της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας ήταν παραδοσιακά προσανατολισμένη κατά της Ελλάδας. Ιδιαίτερα ο πρόξενος της Αυστροουγγαρίας, Κ. Μπιλίνσκι, πέρα από την ανθελληνική γραμμή που τηρούσε σύμφωνα με τις υποδείξεις της κυβέρνησής του, υπήρξε και φανατικός μισέλληνας βρισκόταν πάντοτε στο πλευρό της ηγεσίας του Οθωμανικού Στρατού και δεν δίσταζε να παρίσταται σε απαγχονισμούς Ελλήνων πατριωτών, ακόμη και να φωτογραφίζεται μαζί τους κατά τη διάρκεια των εκτελέσεων. ΓΕΝΙΚΕΥΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΛΟΚΩΝ Ενώ η δράση των αποσπασμάτων Κρομμύδα-Πουτέτση συνεχιζόταν, στην περιοχή του Κασιδιάρη τμήματα τουρκικής χωροφυλακής προέβαιναν σε συστηματικά αντίποινα κατά του αμάχου πληθυσμού. Επλήγησαν ιδιαίτερα τα χωριά Ιερομνήμη, Λίθινο, Κρετσούνιστα, Μπριάνιστα, Μαζαράκη, Κουτρουλάδες και Μπουρντάρι, ενώ καθαρά για λόγους εκφοβισμού έλαβαν χώρα συλλήψεις και εκτοπισμοί χωρικών. Στις αρχές του 1909 οι διώξεις που υφίσταντο οι ελληνικοί πληθυσμοί της υπαίθρου από τις οθωμανικές διωκτικές αρχές, ως αντίποινα για τη δράση των αποσπασμάτων Πουτέτση και Κρομμύδα, ανάγκασαν την ηγεσία του Ηπειρωτικού Κομιτάτου να αποφασίσει την προσωρινή παύση της δράσης τους και την ανάκληση τους στην ελεύθερη Ελλάδα. Ετσι, παρόλο που οι κύριοι οπλαρχηγοί της οργάνωσης κατάφερναν πάντα να διαφεύγουν τη σύλληψη, τελικά τον Ιανουάριο του 1909 αποσύρθηκαν προσωρινά από την Ηπειρο. Αυτή η απόφαση όμως δεν σήμανε την οριστική λήξη της δράσης τους στην περιοχή, αλλά συνέχιζαν να αναλαμβάνουν μεμονωμένες αποστολές όποτε το απαιτούσαν οι συνθήκες. Από την άλλη πλευρά ο αριθμός των Ελλήνων στις τοπικές τουρκικές φυλακές παρέμενε ιδιαίτερα υψηλός, ενώ τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους ο αριθμός των κρατουμένων ανερχόταν σε 782 άτομα. Παράλληλα οι καταγγελίες από διάφορες ξένες πηγές προπαγάνδας, κυρίως από την αυστριακή, ότι οι Έλληνες ετοιμάζονταν να επαναστατήσουν μαζικά δυσχέραιναν ακόμη περισσότερο την ιδιαίτερα ψυχρή ατμόσφαιρα της εποχής. Εντω μεταξύ η ρουμανική προπαγάνδα γινόταν πιο έντονη σε περιοχές της Πίνδου και του Ζαγορίου όπου διαβιούσαν και ελληνοβλαχικές κοινότητες. Στη Βωβούσα, του ανατολικού Ζαγορίου, σώματα ατάκτων προέβησαν σε δολοφονίες προσώπων που υπερασπίζονταν τα εθνικά συμφέροντα. Δεν άργησε όμως να έλθει η απάντηση από το Ηπειρωτικό Κομιτάτο, και τον Ιούνιο του 1909 τα σώματα των Ιωάννη Τζιαφρά και Κωνσταντίνου Γκαναβιάρη εξουδετέρωσαν τη ρουμανική συμμορία των Σκουμπραίων, που λυμαινόταν την ευρύτερη περιοχή και απαιτούσε την ίδρυση ρουμανικών σχολείων. Αλλά και οι επιτυχίες του αποσπάσματος Πουτέτση, το οποίο εκτελούσε επιλεγμένες αποστολές στο ηπειρωτικό έδαφος, δεν περνούσαν απαρατήρητες. Συγκεκριμένα, πέτυχε την εξόντωση εχθρικών (αλβανικών) τμημάτων στις 17 Ιουνίου 1909 στο νησί των Ιωαννίνων και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους κοντά στη Μανωλιάσσα. Ατυχο όμως υπήρξε άλλο ένοπλο τμήμα, υπό τον I. Λέντζο, που δέχθηκε επίθεση στην Κρετσούνιστα, τον Δεκέμβριο του 1909, με αποτέλεσμα τον θάνατο του επικεφαλής της ομάδας. ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ Η ικανοποίηση ενός, ακόμη, κύματος αλβανικών αιτημάτων από την Πύλη, τον Ιούλιο του 1912, προκάλεσε σύσσωμη την αντίδραση των Ηπειρωτών, που εκφράστηκε με μαζικές τηλεγραφικές διαμαρτυρίες προς την Κωνσταντινούπολη, στις οποίες τόνιζαν την ελληνικότητα της περιοχής καθώς και την αντίθεσή τους στις σχετικές απόπειρες βίαιου εξαλβανισμού της Ηπείρου, ενώ ζήτησαν από την Πύλη και την προστασία του Οθωμανικού Στρατού από τις επιθέσεις αλβανικών συμμοριών, που ήταν ιδιαίτερα έντονες στην περιοχή του Αργυροκάστρου. Τελικά αυτού του είδους η κινητοποίηση υπήρξε μάταιη και οι τουρκικές αρχές προχώρησαν στον διορισμό Αλβανών αξιωματούχων στην Ηπειρο. Επιπρόσθετα, Αλβανοί κακοποιοί και φυγόδικοι στρατολογήθηκαν ως χωροφύλακες, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν οι ληστρικές επιδρομές. Σε απάντηση αυτής της προκλητικής οθωμανικής πολιτικής δεν άργησε να ενταθεί η ένοπλη δραστηριότητα του Ηπειρωτικού Κομιτάτου. Από τον Ιούνιο του 1912 είχαν εισέλθει στην Ηπειρο τρία ανταρτικά σώματα, υπό τους Καραγεώργο. Περιστέρη και Επαμεινώνδα Παπανίκο. Στο τελευταίο εντάχθηκαν πολλά μέλη του Κομιτάτου από την περιοχή του Μετσόβου. Δεν έλειψαν και οι πρωτοβουλίες Ελλήνων πατριωτών που προέβησαν σε ενέργειες που δεν είχαν την έγκριση της ηγεσίας της οργάνωσης. Ετσι, στις 27 Ιουλίου, δολοφονήθηκε ο πρόεδρος της αλβανικής λέσχης που είχε ιδρυθεί στα Ιωάννινα, ενέργεια όμως που εξέθεσε την ελληνική πλευρά ενώπιον των τουρκικών αρχών και έδωσε το έναυσμα για μαζικές φυλακίσεις. Η δολοφονία πιθανότατα διαπράχθηκε από τον Γρηγόριο Φαρμάκη, από την περιοχή του Αργυροκάστρου, ανιψιό του οπλαρχηγού Πουτέτση, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί σχετική εντολή από το Κομιτάτο ή το προξενείο. Την πλέον δυναμική δράση επέδειξε και πάλι το απόσπασμα Πουτέτση, το οποίο πέρασε τα σύνορα στις αρχές Αυγούστου και κατευθύνθηκε αρχικά προς τη Θεσπρωτία. Σκοπός του αποσπάσματος ήταν να καταλήξει στις περιοχές Αργυροκάστρου και Δέλβινου, ώστε να προστατεύσει τους ελληνικούς πληθυσμούς από τις ακρότητες αλβανικών ομάδων, Τις επόμενες εβδομάδες δόθηκαν σκληρές μάχες, όχι μόνο με άτακτα τμήματα μουσουλμάνων Αλβανών αλλά και με τις τουρκικές διωκτικές αρχές. Ο Πουτέτσης κατόπιν διαταγής από το Ηπειρωτικό Κομιτάτο αναχώρησε από Αραχωβίτσα, πέρασε τον Καλαμά, την επαρχία Πωγωνίου και έφτασε στις 13 Σεπτεμβρίου στην Κρανιά του Δέλβινου. Εκεί έλαβε χώρα συμπλοκή με τμήματα αλβανικών συμμοριών, που αποκρούσθηκαν με επιτυχία και τράπηκαν σε φυγή. Ενώ όμως το κυνηγητό κατά του Πουτέτση γινόταν όλο και πιο έντονο, στις 25 Σεπτεμβρίου βρέθηκε περικυκλωμένος, στο χωριό Τσούκα του Δέλβινου από τουρκικό απόσπασμα επικουρούμενο από Αλβανούς ατάκτους. Στην άνιση σύγκρουση που ακολούθησε, βρήκε μαζί και με άλλους συμπολεμιστές του τον θάνατο. Η απώλεια του Πουτέτση, ενός από τους ικανότερους οπλαρχηγούς της Α’ Διεύθυνσης, είχε πολύ σοβαρό αντίκτυπο, τον καιρό μάλιστα που το Ηπειρωτικό Κομιτάτο επεδίωκε την ενίσχυση της ένοπλης δραστηριότητας για την αντιμετώπιση των τουρκικών και αλβανικών τμημάτων που δρούσαν στην Ήπειρο και μάλιστα λίγες μόνο ημέρες πριν ξεσπάσει ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ Η κήρυξη του πολέμου κατά της Τουρκίας στις 5 Οκτωβρίου 1912 αναπτέρωσε τα όνειρα των Ηπειρωτών για την εκπλήρωση των εθνικών πόθων. Ομως η έναρξη του πολέμου σήμανε την εφαρμογή στρατιωτικού νόμου από τις τουρκικές αρχές και τη χρησιμοποίηση απάνθρωπων μέοων κατά του πληθυσμού της Ηπείρου, ενώ ομάδες ατάκτων φανατισμένων Τούρκων τρομοκρατούσαν αμάχους και προέβαιναν σε εκτελέσεις ατόμων, μη εξαιρουμένων και των ιερέων. Ως αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας περίπου 46 χωριά της Ηπείρου πυρπολήθηκαν. Εντός του Οκτωβρίου πέντε κληρικοί είχαν παραπεμφθεί στο έκτακτο τουρκικό στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο δι απαγχονισμού. Τη σύλληψη δεν διέφυγαν ούτε τα στελέχη της εφημερίδας “Ηπειρος» Δημήτριος Κούτσικος και Γεώργιος Χατζής, στα οποία απαγγέλθηκε η θανατική ποινή, φανήκαν όμως περισσότερο τυχεροί, καθώς η ποινή τους δεν εκτελέστηκε λόγω της πτώσης της Θεσσαλονίκης. Πάντως μέσα στον γενικότερο αναβρασμό, η συμβολή του μητροπολίτη Ιωαννίνων Γερβάσιου Ωρολογά υπήρξε καίρια. Ύστερα από έντονες παραστάσεις στον Τούρκο στρατηγό, Εσάτ πασά επιτεύχθηκε μερικός αφοπλισμός των φανατισμένων τουρκικών τμημάτων που λυμαίνονταν την ύπαιθρο. Την ίδια στιγμή με πρωτοβουλία του Γερβάσιου, και ενώ κάθε οικονομική ενίσχυση από την Ελλάδα ήταν αδύνατη λόγω του πολέμου, πραγματοποιήθηκε έρανος υπέρ της Α' Διεύθυνσης του Ηπειρωτικού Κομιτάτου, προκειμένου να διατεθούν τα χρηματικά ποσά για εξυπηρέτηση εθνικών αναγκών. Όσον αφορά τα προσωπικό του προξενείου των Ιωαννίνων, αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, ο πρόξενος Φορέστης και ο υποπρόξενος Τσερέπης αποχώρησαν. Παρέμεινε, ως Οθωμανός υπήκοος, ο διερμηνέας Νικόλαος Χαντέλης, που γνώριζε τον κρυπτογραφικό κώδικα και τον οποίον είχε εμπιστευθεί μόνο στον συνάδελφο του, διερμηνέα του γαλλικού προξενείου, Ιωάννη Λάππα. Με τη βοήθεια ενός τρίτου ατόμου, της ανιψιάς του Λάππα και κόρης του Γεωργίου Τζ βέλλα, Αντιγόνης, ανέλαβαν να συνεχίσουν το έργο της ελληνικής κατασκοπείας στην Ηπειρο, κρυπτογραφώντας και αποκρυπτογραφώντας πληροφορίες από και προς το Ελληνικό Στρατηγείο στη Φιλιππιάδα και το Εμίν Αγά. Μάλιστα ο Τζαβέλλας βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση από τους Τούρκους και τελικά δεν απέφυγε τη σύλληψη και φυλάκιση. ΑΝΤΑΡΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΗΠΕΙΡΟΥ Τα ανταρτικά σώματα του Κομιτάτου διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο υπό τις διαταγές του Ελληνικού Στρατηγείου κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, ήδη από την έναρξή του. Ο αριθμός των Ηπειρωτών εθελοντών κατά τη διάρκεια του πολέμου υπολογίζεται ότι ανήλθε σε 6.500 με 7.000 άτομα. Η προσφορά τους λάμβανε ποικίλες μορφές και συνίστατο π.χ. στη διενέργεια αντιπερισπασμών, δολιοφθορών αλλά και στην παροχή πολύτιμων πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις του εχθρού και τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε τοποθεσίας. Παράλληλα, στην Ηπειρο πολλοί χωρικοί κινητοποιήθηκαν χρησιμοποιώντας τα κρυμμένα όπλα που είχαν συγκεντρωθεί, κατέφυγαν στα βουνά της περιοχής και εντάχθηκαν σε ανταρτικές ομάδες. Αλλοι πάλι διέφυγαν προς το Ελληνικό Στρατηγείο, σχημάτισαν ξεχωριστά σώματα ή εντάσσονταν στις υφιστάμενες μονάδες του τακτικού στρατού. Σε στενή συνεργασία με τα ανταρτικά τμήματα έδρασε το Μικτό Ηπειρωτικό Απόσπασμα, με πρώτο διοικητή, από τις 15 Οκτωβρίου έως τις 23 Νοεμβρίου 1912, τον υπολοχαγό Δημήτριο Μπότσαρη. Η συγκρότηση του, μαζί με την ανάγκη για τη χρησιμοποίηση εθελοντών, υπήρξε επιβεβλημένη λόγω της μειωμένης αριθμητικής ισχύος του Στρατού Ηπείρου κατά την πρώτη φάση των επιχειρήσεων στο εκεί μέτωπο. Αποτελούσε στην ουσία την πλαγιοφυλακή, προκειμένου να αποκρουσθεί ενδεχόμενη αντεπίθεση τουρκικών δυνάμεων από τη Θεσπρωτία.
Στις διάφορες μάχες στις οποίες ενεπλάκη το Μικτο Απόσπασμα στις περιοχές Ολυτσικα, Σουλίου, Παραμυθιάς και Καλαμά είχε την υποστήριξη των τοπικών ανταρτικών τμημάτων, μεταξύ αυτών και 500 Σουλιωτών, ενώ συμμετείχαν ακόμη ιερείς αλλά και γυναίκες. Μάλιστα σε έκθεση του Δημητρίου Μπότσαρη, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην προσφορά των Ηπειρωτισσών στον αγώνα: «…άλλα, εβοήθησαν αυθορμήτως εις την μεταφοράν πολεμοφοδίων και τροφίμων, άλλοι δε συμμετέσχον ουσιαστικώς εις τον αγώνα, δείξασαι σταθερότητα ηθικού σθένους κατά τας μάχας…». Στην ίδια αναφορά μνημονεύεται και η Μαρία Ναστούλη, από τα Δερδίζιανα, η οποία έγινε καπετάνισσα της 24 Οκτωβρίου 1912 και αμέσως ανέλαβε ένοπλη δράση. Ο αθηναϊκός Τύπος περιγράφει με θαυμασμό τα κατορθώματά της Ναστούλη στις μάχες: «…επέδειξε θάρρος και ανδρεία πολεμούσα όρθια επί ώρα και συνετέλεσε ση- μαντικώς εις την απόκρουσιν των Τούρκων. οι οποίοι επετέθησαν εναντίον του χωριού της, διά να τα πυρπολήσουν». Ενώ η προέλαση του Ελληνικού Στρατού συνεχιζόταν με βραδείς ρυθμούς, στις 30 Οκτωβρίου οι τακτικές δυνάμεις, σε συνεργασία με τους οπλαρχηγούς Τζίμα και Κουτούπη, εξεδίωξαν εχθρικά τμήματα από την περιοχή του Φαναριού. Στα τέλη του επόμενου μήνα, τμήματα υπό την αρχηγία του Σπύρου Κρομμύδα, ενισχυμένα με 90 Κρήτες αντάρτες και τις ομάδες των οπλαρχηγών Κουτούπη και Καρρά, επετέθησαν κατά των τουρκικού αποσπάσματος που φύλαγε το πέρασμα μεταξύ Ελευθεροχωρίου και Σκάλας Παραμυθιάς. Τα τουρκικά στρατεύματα, παρά την ενίσχυση από τους χωρικούς μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας, τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας 160 νεκρούς και 34 αιχμάλωτους. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν μόνο τρεις. Ένας από αυτούς ήταν ο Κουτούπης, τη στιγμή που είχε πάρει ως λάφυρο την τουρκική σημαία. Η δράση του οπλαρχηγού Σπύρου Κρομμύδα περιελάμβανε και σημαντικές επιχειρήσεις δολιοφθορών πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Τη νύκτα της 10ης προς την 11η Φεβρουαρίου 1913, με την υποστήριξη 100 ανδρών, στους οποίους περιλαμβάνονταν και τα σώματα των οπλαρχηγών Κολοβού και Σ. Μπόλα, καθώς και σημαντικός αριθμός ντόπιων, κατέστρεψε όλους τους μύλους στα ρέματα της Κεφαλής και της Παλιουρής, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του σημαντικός αριθμός Τούρκων. Η σημασία του εγχειρήματος υπήρξε μεγάλη, καθώς οι συγκεκριμένοι μύλοι ήταν η βασική πηγή από την οποία ο τουρκικός στρατός Ηπείρου εφοδιαζόταν με αλεύρι και σιτηρά. Η τούρκικη απάντηση στη δολιοφθορά στη Βελτσίστα υπήρξε άμεση, και την επόμενη ημέρα τα τμήματα του Κρομμύδα και Κολοβού συγκρούστηκαν με απόσπασμα του Οθωμανικού Στρατού στην περιοχή, όμως κατάφεραν να διαφύγουν. Στις 15 Φεβρουαρίου 1913, τμήμα του Οθωμανικού Στρατού αποτελούμενο από 800 άνδρες επιτέθηκε στα σώματα Κρομμύδα και Κολοβού, στο Σουλόπουλο, επί της οδού Ιωαννίνων-Φιλιατών. Αποτέλεσμα της συμπλοκής ήταν η υποχώρηση των επιτιθεμένων, οι οποίοι άφησαν πίσω περίπου 50 νεκρούς, μεταξύ των οποίων ήταν και τον επικεφαλής τους. Ανταρτική δραστηριότητα σημειώθηκε και στο ανατολικό πλευρό του μετώπου, στην Πίνδο. Το Μέτσοβο απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό στις 31 Οκτωβρίου 1912, από μικρό απόσπασμα υπό τον αντισυνταγματάρχη Σταμάτη Μήτσα, στο οποίο συμμετείχαν σώματα Ηπειρωτών και Κρητών. Τον επόμενο όμως μήνα υπήρξε άμεσος κίνδυνος ανακατάληψης από εχθρικές δυνάμεις, καθώς ο Εσσάτ πασάς οργάνωσε συνδυασμένη επίθεση δύο στρατιωτικών τμημάτων, ενώ μέχρι και τον Φεβρουάριο στην ευρύτερη περιοχή διεξάγονταν τοπικοί αγώνες άτακτου πολέμου. Το τέλος του αγώνα δεν άργησε να διαφανεί, και στις 21 Φεβρουαρίου 1913 εκπληρώθηκαν οι πόθοι αιώνων με την παράδοση των Ιωαννίνων, σφραγίζοντας έτσι την ένοπλη δραστηριότητα του Ηπειρωτικού Κομιτάτου. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Το Ηπειρωτικό Κομιτάτο αποσκοπούσε κατά κύριο λόγο στην αντιμετώπιση της ξένης προπαγάνδας και στην ένοπλη οργάνωση του ηπειρωτικού Ελληνισμού. Παράλληλα κατόρθωσε να ενισχύσει το φρόνημα των Ηπειρωτών και να στερεώσει την πίστη τους στην απελευθέρωση της Ηπείρου, που είχε κλονισθεί σοβαρά λόγω των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου, το 1878. και του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Η συμβολή της οργάνωσης από την ίδρυση της το 1906, μέχρι την κήρυξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1912. στην προαπελευθερωτική διαδικασία της Ηπείρου, μπορεί να συνοψιστεί σε δυο βασικές λειτουργίες: στη στρατολόγηση πλέον των 3.200 ενόπλων μελών, εντεταγμένων σε 60 ανταρτικές ομάδες και στην καθημερινή ενημέρωση του Γενικού Στρατηγείου και των λοιπών μηχανισμών της ελεύθερης Ελλάδας, με εκθέσεις και αναφορές για τη διάταξη και δύναμη του Οθωμανικού Στρατού. Φυσικά, αυτή η προσπάθεια δεν σταμάτησε με την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων, αλλά συνεχίστηκε και εντάθηκε μέχρι και την απελευθέρωση της Ηπείρου με την παροχή υποστήριξης προς τον Ελληνικό Στρατό, είτε ενεργά, με τη δράση των εθελοντικών ομάδων, τη διενέργεια αντιπερισπασμών, δολιοφθορών ή και την άμεση ενσωμάτωση τμημάτων στον τακτικό στρατό, είτε με την παροχή πολύτιμων πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις του εχθρού. Παράλληλα, μέσω των τοπικών προξενείων, τα οποία συνέβαλαν στην οργάνωση και εδραίωση του Κομιτάτου, το Ελληνικό Στρατηγείο ελάμβανε πλήθος πληροφοριών ζωτικής σημασίας. amyntika.gr
0 Comments
Leave a Reply. |
ΕπικοινωνΙαΤις καταγγελίες, τα παράπονα και τις απόψεις σας, μπορείτε να τα στείλετε στο email:
taneatismikrospilias24 @yahoo.gr ΔημοφιλΕστερα Αρθρα |