Με τον θάνατο του Σάκη Φάκου, που για πολλούς μπορεί να μην σημαίνει τίποτα, κλείνει ένας κύκλος της ιστορίας της πόλης, όπου οι φοβεροί καβγάδες, οι τσαμπουκάδες, τα μαχαιρώματα, συνοδεία πάντα και της χρήσης ουσιών, μονοπωλούσαν την κοινωνική ζωή της πόλης μας, για τα τριάντα τουλάχιστον χρόνια... ...O Σάκης Φάκος πέθανε στις Φυλακές της Καβάλας, όπου κρατούνταν, ρο απόγευμα της περασμένης Πέμπτης σε ηλικία 48 ετών, ύστερα από επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του το τελευταίο τριήμερο.Ο Σάκης Φάκος ήταν γνωστός στην ευρύτερη περιοχή, για την ταραχώδη ζωή του και τις πολλές φασαρίες στις οποίες διαρκώς ήταν μπλεγμένος. Βεβαίως η υγεία του είχε κλονιστεί περισσότερο, αφού πριν ένα μήνα πληροφορήθηκε ότι ο υιός του έχασε την ζωή του στην Αθήνα, όπου τον πυροβόλησαν άγνωστοι μέχρι σήμερα δολοφόνοι.Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 πολύ έντονα και ακολούθως σε τακτά χρονικά διαστήματα, κυρίως όταν ο Σάκης έβγαινε απ’ την Φυλακή και έπρεπε κάτι να κάνει για να ξαναπάει μέσα, μιας και συνήθιζε να λέει, ότι «μέσα είναι καλύτερα».
Αρχές της δεκαετίας του ’80, αρχίζουν να κάνουν έντονη την παρουσία τους στην πόλη, στα μαγαζιά του κέντρου ο μακαρίτης και τα’ αδέρφια του και καμιά δεκαριά άλλα παιδιά, τα οποία τους ένωνε το κοινό χαρακτηριστικό: Ότι κι αν συνέβαινε, όπου κι αν βρισκόταν, έπρεπε να καταλήξει σε… τσαμπουκά. Έντονο, που μπορεί να μην περιγράφεται εύκολα. Να βλέπεις απ’ το τίποτα να διαλύονται μαγαζιά, να σπάζουν καρέκλες και… όποιον πάρει ο χάρος. Και τους αστυνομικούς που καλούσαν οι θιγόμενοι, να βοηθήσουν, να μην μπορούν να κάνουν κάτι. Στο τέλος η ίδια σκηνή: Οι πρωταγωνιστές βαμμένοι στα αίματα, οι μισοί οδηγούνταν στο Νοσοκομείο και οι άλλοι μισοί να τρέχουν να κρυφτούν, για να διαφύγουν το αυτόφωρο… Η απορία των πάντων κοινή: -Γιατί όλη αυτή η φασαρία, αν εξαιρέσει κανένας, ως αιτία το πολύ αλκοόλ που κατανάλωναν, αλλά και κάποιες ουσίες… Απάντηση δεν μπορούσε κανένας να δώσει, απ’ την Αστυνομία μέχρι τον Εισαγγελέα της εποχής (για όσους δεν θυμούνται ήταν ο μετέπειτα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γιώργος Σανιδάς). Ο τελευταίος ήταν ιδιαίτερα σκληρός απέναντί τους, μιας και άφηνε με κάθε του κουβέντα να εννοηθεί, ότι δεν μπορεί μια πόλη ολόκληρη, να είναι στο έλεος μιας συμμορίας δέκα, δέκα πέντε νεαρών, που λες και ξυπνούσαν το πρωί με μοναδικό σκοπό να κάνουν φασαρία. Ιδιαίτερη κοινωνιολογική ανάλυση απαιτούσε το φαινόμενο της εποχής και τα επαναλαμβανόμενα γεγονότα… Κυκλοφορούσες στον δρόμο, ιδιαίτερα νύχτα και αν εμφανιζόταν ένας εκ της… παρέας, με την μέθη έντονη και την διάθεση για καυγά περισσότερο έντονη, έλεγες αν θα μπορέσεις (και πως) να φτάσεις στον προορισμό σου… Ή αν επέλεγαν κάποιο μαγαζί να μπουν και ο καταστηματάρχης έφερνε αντίρρηση, αυτό για τον επόμενο μήνα, μπορούσε να γίνει «θέατρο επιχειρήσεων», γιατί έπρεπε όπως έλεγαν να… καθαρίσουν με αυτόν… Ο κίνδυνος πολλαπλασιαζόμενος για τους καταστηματάρχες… Μπορούσαν να αντιδράσουν έντονα, να γίνει το κακό και άντε μετά να αποδείξουν, ότι με τα όσα πέρασαν δεν μπορούσαν να ελέγξουν τα νεύρα τους και έγινε ότι έγινε… Με άγνοια κινδύνου, τα δύσκολα για την τοπική κοινωνία, χρόνια, μ’ ένα άρθρο μου στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, είπα να πω τα πράγματα με τα’ όνομά τους. Αυτό που όλοι έλεγαν μεταξύ του, αλλά κανένας δημόσια, γιατί σε τέτοιες συνθήκες, ο κίνδυνος επιβάλλει το νόμο της σιωπής. «Δεν μπορεί μια πόλη ολόκληρη να είναι όμηρος δέκα ταραχοποιών, που ότι κάνουν δεν ξέρουν γιατί το κάνουν και επί πλέον, όσο μένουν ανενόχλητοι, τόπο πιο επικίνδυνοι καθίστανται», είχα γράψει. Την ίδια μέρα που κυκλοφόρησε η εφημερίδα, οι αντιδράσεις άρχισαν. Μεσημέρι ξυπνούσαν τα… παλληκάρια και το απόγευμα… πλάκωσαν σ’ εκείνο το μικρό γραφείο της οδού Φιλελλήνων, όπου στεγαζόταν ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ… Δεν θα… πουλήσω μαγκιά, για να πω ότι δεν φοβήθηκα… Το αντίθετο μάλιστα… Έτρεμα ολόκληρος… Όμως ήταν μονόδρομος να πιάσω μια συζήτηση μαζί τους, για να αποφύγω τα χειρότερα, έχοντας κατά νου, ότι τέτοιων ταραχοποιών ή οπαδών του τσαμπουκά για το τίποτα, η δειλία είναι κύριο χαρακτηριστικό. Για να ρίξουν ξύλο ήρθαν, αλλά στο τέλος, η επίσκεψη κατέληξε σε φιλική συζήτηση, με το ερώτημά μου δεδομένο και επαναλαμβανόμενο: -Γιατί τα κάνετε όλα αυτά; Η απάντηση, που την θυμάμαι σαν τώρα: «Γιατί δεν μας δίνει κανένας σημασία». Κι από κει πρέπει ν’ αρχίσει η όλη ανάλυση του πράγματος, με φόντο πρώτα την πόλη που ζούμε, μετά την κοινωνία που διαμορφώνουμε και ακολούθως τους ταγούς αυτής της περιοχής, που με όλα τα’ άλλα ασχολούνται, εκτός απ’ τον άνθρωπο. Οι οικογένειες των παιδιών αυτών, ήταν ΟΛΕΣ φτωχές οικογένειες και οι γονείς άνθρωποι του μόχθου, αλλά μη έχοντας την δυνατότητα να προσφέρουν στα παιδιά τους το κάτι παραπάνω, που πιθανόν άλλα να είχαν εκείνη την εποχή… Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το δεδομένο αυτό, δημιουργεί δυό ειδών αντιδράσεις και τα παιδιά δυο κατηγοριών. Η πρώτη είναι τα παιδιά που την φτώχεια και την εξαθλίωση την κάνουν ευκαιρία, για να προκόψουν και να μεγαλουργήσουν στην συνέχεια. Έχουμε άπειρα παραδείγματα, δεν χρειάζεται να τα καταγράψουμε τώρα… Η δεύτερη κατηγορία, αυτή των παιδιών που κατατρομοκράτησαν την Άρτα για τριάντα χρόνια, την φτώχεια την κάνουν σημαία της παραβατικότητας αρχικά, εγκληματικότητα στην συνέχεια, με υποθήκη την ίδια τους την ζωή, αλλά και των παιδιών τους, όσοι εξ αυτών έγιναν και γονείς… Η συζήτηση μ’ αυτούς και την εποχή εκείνη, αλλά και τώρα, λίγους μήνες πριν, στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούσε. Έπρεπε να σπάσουν ένα μαγαζί, να στείλουν κάποιον ανυποψίαστο στο Νοσοκομείο ή να μαχαιρωθούν μεταξύ τους, για να τους δώσει σημασία η πόλη που ζουν και τελικά να δείξουν ότι υπάρχουν. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο. Αυτή ήταν η αιτία, που δημιούργησε την τριακονταετή κοινωνική τρομοκρατία στην Άρτα. Τίποτα άλλο… Όμως και οι ευθύνες πρέπει να καταγραφούν, γιατί ίσως ωφελήσουν και για αναλύσεις που θα γίνουν για το σήμερα… Όταν άρχιζαν σποραδικά να εμφανίζονται τα φαινόμενα της βίας, της φασαρίας και των μαχαιρωμάτων, δεν υπήρχε οργανωμένη κοινωνία, με ευαίσθητους εκπροσώπους, να μπορέσει να αντιδράσει και να αποφευχθούν, όλα όσα παραπάνω περιγράφουμε. Τα παιδιά αυτά είχαν πάρει έναν δρόμο… Οι οικογένειές τους, αντικειμενικά αδυνατούσαν να δείξουν τον άλλο δρόμο, όσο κι αν το προσπαθούσαν. -Που ήταν όμως η κοινωνία, να δείξει τον άλλον δρόμο, μέσα απ’ την δημιουργία, τον πολιτισμό, την άλλη πρόταση ζωής; Πουθενά δεν ήταν, γιατί όταν τα καμώματα του Σάκη και των άλλων, ενοχλούσαν ή και δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα, ήταν το αντικείμενο καλού κουτσομπολιού, όπως συμβαίνει και σήμερα. Η ιστορία, μεγάλη και χρήζουσα και περαιτέρω ανάλυσης και από περισσότερο ειδικούς, τελειώνει εδώ. Μια παρέα παιδιών, δέκα, δέκα πέντε το πολύ υποθήκευσαν την ζωή τους στο τίποτα, γιατί κανένας, εκείνα τα χρόνια, δεν μπήκε στον κόπο να αναλύσει το τι συμβαίνει και να παίξει κάποιον διαφορετικό ρόλο, απ’ αυτόν του κοινού κουτσομπόλη, που έβλεπε την ιστορία ως μια φάρσα, για να περνάνε οι μέρες του καλά… Βεβαίως τα κοινωνικά προβλήματα, δεν λείπουν ποτέ. Ούτε οι παραβατικές και προβληματικές συμπεριφορές. Σημασία όμως έχει η ανάγνωσή τους, να δημιουργεί προβληματισμό και αλλαγές στην συμπεριφορά όλων. gnomiartas.gr
0 Comments
Leave a Reply. |
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τις καταγγελίες, τα παράπονα και τις απόψεις σας, μπορείτε να τα στείλετε στο email: taneatismikrospilias24@ yahoo.gr και θα τα δημοσιεύσουμε Αρχεία
July 2013
|