Συμπληρώθηκαν χτες 64 χρόνια από τον θάνατο του Τζουμερκιώτη ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή, στα 47 του χρόνια, στις 29 Αυγούστου 1956, προδομένος από την πάντοτε εύθραυστη υγεία του κι αφού είχε βασανιστεί σ’ όλη του τη ζωή από την ανέχεια, την ανέχεια που κατέτρυχε τον επαγγελματία γραφιά, όταν η μέση του δεν ήταν αρκετά εύκαμπτη ώστε να προσκολληθεί σε κάποιον ισχυρό και να βρει κάποιαν αργομισθία... ..
Για να βιοπορίζεται, οταν έγινε οικογενειάρχης και αυξήθηκαν τα έξοδα, έκανε με πυρετώδη ρυθμό μεταφράσεις πολυσέλιδων κλασικών μυθιστορημάτων, για το Ρομάντζο: Άθλιοι, Παναγία των Παρισίων, Μαρία Στιούαρτ, Μπεν Χουρ, Οι τρεις σωματοφύλακες, καθώς και τυπογραφικές διορθώσεις μέχρι που η πολλή δουλειά, από τις 6 το πρωί ως τις 8 το βραδυ, τον νίκησε. Με τον Κοτζιούλα συνέβη το παράδοξο, ο τωρινός αιώνας να έχει σταθεί ευνοϊκός στην υστεροφημία του, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο προηγούμενος. Ενώ τις πρώτες δεκαετίες μετά τον θάνατό του το έργο του είχε λίγο-πολύ ξεχαστεί, με εξαίρεση το βιβλίο του για τον Άρη Βελουχιώτη, και ενώ τα (όχι πλήρη) Άπαντά του, που εκδόθηκαν λίγο μετά τον θάνατό του, είχαν προ πολλού εξαντληθεί, σήμερα το έργο του κυκλοφορεί και διαβάζεται πολύ περισσότερο, ενώ, πέρα από τις επανεκδόσεις των εξαντλημένων βιβλίων, έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια πολλά ανέκδοτα έργα του, βεβαίως χάρη στις άοκνες προσπάθειες του γιου του, του Κώστα Κοτζιούλα αλλά και ορισμένων μελετητών που αγάπησαν το έργο του ποιητή από την Πλατανούσα. Τα τελευταία χρόνια (2016-2020) έχουν εκδοθεί του Κοτζιούλα: 1. «Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα», Δρόμων, επιμέλεια Σωτηρία Μελετίου. 2. «Με τον κόμπο στο λαιμό και άλλα διηγήματα», Δρόμων, επιμέλεια Στέλιος Φώκος. 3. «Αντάρτες», Ασίνη, επιμέλεια Σωτηρία Μελετίου. 4. «Κριτικά Α΄ «Η ασυλία του πνεύματος», Δρόμων, επιμέλεια Σωτηρία Μελετίου και Κώστας Κοτζιούλας. 5. «Ο Γιώργος Κοτζιούλας για τα Τζουμέρκα» (δημοτικά τραγούδια, λαογραφικές σελίδες, Κ. Κρυστάλλης), ΙΛΕΤ-Τζουμερκιώτικα Χρονικά, επιμέλεια Κώστας Μαργώνης και Κώστας Κοτζιούλας. 6. «Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφράζει και σχολιάζει αρχαίους Έλληνες ποιητές», Οδυσσέας, επιμέλεια Σωτηρία Μελετίου. 7. «Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφράζει γαλλόφωνους ποιητές», Σαΐτης, επιμέλεια Λητώ Αλεξάκη. Επίσης έχουν παραδοθεί για έκδοση τα Ημερολόγια (Σαραντάκος), τα Κριτικά Β, «Μορφές του πνεύματος» (Μελετίου και Κ. Κοτζιούλας). Παραδίδονται έτοιμα, σύντομα, οι «Ηπειρώτικες περιοδείες και άλλα διηγήματα (Κ. Μαργώνης και Γ. Γιαννάκης) και οι Συνεντεύξεις και Συνομιλίες (Κ. Κοτζιούλας). Έχουν επίσης κυκλοφορήσει μελέτες και αφιερώματα για τον Κοτζιούλα: 1. Συλλογικό, Ο Γιώργος Κοτζιούλας και το συγγραφικό του έργο, Πρακτικά ημερίδας, Χανιά 16 Ιουλίου 2018, εκδ. Δρόμων – Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, επιμέλεια Ζώης Μπενάρδος. 2. Περιοδικό Eνεκεν, τεύχος 48-49, Συλλογικό, Αφιέρωμα στον Γιώργο Κοτζιούλα, επιμέλεια Γιώργος Γιαννόπουλος 3. Κώστας Μιχαλάκης, «»Τα πάθη των Εβραίων» του Γιώργου Κοτζιούλα», Επέκεινα. Τέλος, η Αθηνά Βογιατζόγλου έγραψε τη βιογραφία του, «Ποίηση και πολεμικη», Κίχλη 2015, που τιμήθηκε με το βραβείο δοκιμίου του περιοδικού «Ο Αναγνώστης». Με αφορμή τη συμπλήρωση 64 χρόνων από τον θάνατο του Γιώργου Κοτζιούλα σας παρουσιάζουμε το διήγημα του με τίτλο το "Το ποίημα για το Σκουφά": Στο ίδιο σοκάκι μ’ εμάς, απ’ τ’ αντικρινό μέρος, στο παλιό Τούρκικο Προξενείο, κάθονταν τώρα οι πρόσφυγες, αυτοί που είχαν έρθει απ’ τη Μικρασία, πετσοκομμένοι, με την ψυχή στο στόμα. Τους βρίσκαμε στο δρόμο κοιτώντας τους με περιέργεια, γιατί ξεχώριζαν και στο ντύσιμο και στη μιλιά τους. Κι αφού οι Αρτινοί μας φαίνονταν σαν ξένοι, για τους πρόσφυγες είχαμε ακόμη χειρότερη ιδέα. Τους θεωρούσαμε αλλόφυλους, να πει κανένας, κάτι σαν τους Οβριούς, που κάθονταν ξέχωρα στη λωβιασμένη συνοικία. Κι όμως δεν αργήσαμε να σχετιστούμε μαζί τους, για καλό και δικό μας κι εκείνων. Εκεί που περνάγαμε, ο Νάκος κι εγώ, τραβώντας ήσυχα για το γυμνάσιο, βλέπαμε ψηλά σ’ ένα χαλασμένο μπαλκόνι κάποιον μεγαλόσωμο, ροδοκόκκινο, καλοντυμένο, που διάβαζε δυνατά φημερίδα. Δεν ξέραμε για ποιον ξεφώνιζε έτσι, για τους άλλους ή για τον εαυτό του. Ήταν αρχή ακόμα και δεν τον γνωρίζαμε. Αλλά σε κάνα δυο βδομάδες είδαμε αυτόν τον αντράκλα, που θα ’ταν τότε ως είκοσι χρονώ, να ’ρχεται στο γυμνάσιο και μάλιστα μαζί μ’ εμάς, στην πρώτη τάξη. Ήταν κάτι το πρωτάκουστο για τα χρονικά του γυμνασίου. Σα να μην έφτανε αυτό –η μεγάλη του ηλικία και το αντρίκιο ανάστημά του- αποδείχτηκε πως ο νεόφερτος μαθητής δε σκάμπαζε πολύ ούτε από γράμματα, ούτε από ρωμαίικα. Πρόφερνε ανάποδα τις λέξεις (έλεγε «ααπητέ», «ελάτε στα δικά μας» αντί στο σπίτι), και όταν τον πείραζαν και θύμωνε, βλαστημούσε παράξενα, σε άγνωστη γλώσσα, έτσι που προκαλούσε πιο πολύ την ευθυμία των συμμαθητών. Τον έλεγαν «ο Μπες», γιατί κάθε τόσο μεταχειρίζονταν αυτή την προσφώνηση: μπε! Ήταν όμως πολύ χεροδύναμος, μπορούσε με μια γροθιά να σε ρίξει κάτω, και γι’ αυτό δεν τον πείραζαν πια έτσι φανερά ή φρόντιζαν να τον κουρντίζουν από μακριά, για να ’ναι έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια, μόλις τους επιτεθεί. «Της που… τον υιόν!» έβριζε αυτός από πίσω, αγριεμένος σαν Τούρκαρος. Απ’ τα πολλά που έλεγε ξεχωρίζαμε κανένα λόγο με υβριστική σημασία, γνωστό και σ’ εμάς απ’ την εποχή του τούρκικου: τσογλάν, κιοπέκ, πεζεβέγκ κι άλλα τέτοια. Εμάς τους δυο όμως ο «Ιάννες» – όπως τον λέγαμε αργότερα κατά την προφορά των σπιτικών του- όχι μονάχα δε μας κυνηγούσε, παρά μας προστάτευε κιόλα. Επειδή πρόσεξε πως ήμασταν επιμελείς στα μαθήματα και καθόμασταν στην ίδια γειτονιά μ’ αυτόν, σκέφτηκε να ζητήσει τα φώτα μας. Μας καλούσε λοιπόν εκεί στο Προξενείο, ανάμεσα στους δικούς του και διαβάζαμε μαζί. Κοπιάζαμε αλήθεια πολύ ώσπου να τον βάλουμε στο νόημα, γιατί δεν τα ’παιρνε εύκολα ο κακότυχος. Αλλά μας αποζημίωνε με το παραπάνω για τον κόπο μας, αφού μας φίλευε κακάο και μπισκότα, απ’ αυτά που τους έστελνε μπόλικα η Περίθαλψη και που εμείς δεν είχαμε ελπίδα να τα δοκιμάσουμε αλλιώς. «Φάτε, μπε, να χορτάσετε!», μας παρακινούσε ο ίδιος κι οι δικοί του. Ο συμμαθητής μας είχε έναν αδελφό Κυριάκο -Γιάκα τον έλεγαν μεταξύ τους- που ήξερε κάμποσα γαλλικά. Τον πήραν λοιπόν καθηγητή στην ιερατική σχολή, όπου είχε έλλειψη και σιγά σιγά κόλλησε κοντά στους παπάδες. Είχαν και δυο αδερφές που τις έλεγαν Μάρουλα και Τζιόφα, δηλαδή Σοφία. Σκεπάζονταν με κάτι βαριά παπλώματα, γεμισμένα βαμβάκι και λούζονταν λέει, έκαναν μπάνιο, μες στη σκάφη. Έτρωγαν πολύ χορταστικά, έπιναν κούπες τσάι, την μια πάνω στην άλλη, τσάι αγοραστό βέβαια, όχι σαν το δικό μας του βουνού. Μια νύχτα, εκεί που κοιμούνταν στο Προξενείο, έπεσε απ’ το μισοτρύπιο ταβάνι στα στρώματά τους ένα φίδι ζωντανό. Για καλή τύχη τους ήταν μουδιασμένο απ’ το κρύο, αλλιώς κάποιον θα δάγκωνε απ’ όλους. Φοβήθηκαν απ’ αυτό κι άλλαξαν κατοικία. Πήγαν να μείνουν μαζί με τους πολλούς, στο παλιό Νοσοκομείο, φάτσα στην Αϊ-Θοδώρα. Πάλι κοντά μας ήταν, γι’ αυτό δε λείπαμε από κει, αφού βρίσκαμε κοντά τους και κάποια περιποίηση. Η καλή μου βάβω τους έστελνε από μακριά ευλογίες, όποτε της πήγαινα στο χωριό λίγο κακάο με ζάχαρη. Θα πέθαινε και δε θα ’χε βάλει στο στόμα της απ’ αυτό το ρόφημα. - Βοηθήστε, παιδιά, κι αυτόν τον δικό μου, είναι αστοιχείωτος, ανάθεμά τον! μας έλεγε ο φιλόστοργος Κυριάκος, που πολύ φρόντιζε για τον αδερφό του. Δεν κατέχει ούτε τις βάσεις, δε μας άφησαν ήσυχους οι διωγμοί, ο Οσμάναγας… Φαίνεται αληθινά πως ο συμμαθητής μας δεν είχε περάσει καθόλου από σχολαρχείο και πως τον έβαλαν στο γυμνάσιο με τα ψέματα, με φτιαστά χαρτιά. Μα και τώρα βαριόταν να διαβάσει απ’ το βιβλίο, περιμένοντας να μάθει το μάθημα με τ’ αυτί, καθώς του το λέγαμε απ’ έξω εμείς οι δυο, μια ο Νάκος, μια εγώ και πάλι και ξανά, από τρεις τέσσερις φορές ο καθένας. Στις εξετάσεις έρχονταν και κάθονταν από πίσω μας, για ν’ αντιγράφει με την ευκολία του. - Μη σκύβεις, μπε! φώναζε κιόλας. Οι καθηγητές το ’ξεραν και δε μιλούσαν, πάντα για χάρη του μεγάλου του αδερφού. Μόνο στη γυμναστική είχε τα πρωτεία. Έτρεχε σαν παλαβός, κλωτσούσε με φόρα τη μπάλα και στις σχολικές επιδείξεις έπαιρνε βραβεία. Ο γυμναστής μας, ο Κουμπούρας, τον είχε υπόληψη, αυτόν και κάνα δυο άλλους συμπατριώτες του σε μεγαλύτερες τάξεις. Είναι αλήθεια πως οι πρόσφυγες –οι Πόντιοι- πρωτόφεραν στην επαρχία μας την ατομική καθαριότητα και την καλλιέργεια του αθλητισμού. Οι πρόσφυγες φάνηκαν χρήσιμοι και σε μένα, αυτοί με σκούντησαν στο ποιητικό στάδιό μου. Και να πώς έγινε αυτό. Κοντά στην οικογένεια του συμμαθητή μας, που όλο μας παίνευαν για τη φιλομάθειά μας, είχα γνωριστεί και μ’ έναν πρόσφυγα ελληνοδιδάσκαλο, τον Αυγουστίνο Παγκρατίδη (να ζει άραγε πουθενά;). Αυτός είχε μάθει πως έγραφα και στίχους, που δεν τους έδειχνα όμως κανενός, ούτε έβρισκα να τους δημοσιέψω ακόμα. Και ήρθε καιρός που χρειάστηκε αυτό το χάρισμά μου, που βγήκε στο φως με τη μεσολάβηση του Παγκρατίδη. Είχαν οριστεί τότε να γίνουν τ’ αποκαλυπτήρια της προτομής του Σκουφά, στο γενέθλιο χωριό του, το Κομπότι της Άρτας. Μεγάλη τελετή περιμενόταν, λόγοι θα εκφωνούνταν απ’ τους επίσημους, θα ’ρχονταν ακόμα κι άνθρωποι απ’ τα Γιάννενα, απ’ την Αθήνα. Όλα ετοιμάζονταν από βδομάδες και τίποτε δε θα ’λειπε απ’ το γιορτασμό. - Μονάχα ποίημα δεν έχουμε! αναστέναξε ο Παγκρατίδης, θερμός πατριώτης, όπως οι περισσότεροι απ’ τους ξεριζωμένους της προσφυγιάς. Τότε θυμήθηκε πως εγώ στιχουργούσα. Και σκέφτηκε πως εγώ, ο μικρός Δαβίδ, με την πετριά της ποίησης, μπορούσα να βγάλω απ’ τη δύσκολη θέση τους όλους αυτούς τους σπουδαίους. - Θα σου πάρω μια βδομάδα άδεια απ’ το γυμνάσιο, για να το συντάξεις όπως πρέπει, μου είπε ο αγαθός πρόσφυγας. Μα εγώ δεν ήθελα τέτοιες φασαρίες, να μάθουν απ’ το γυμνάσιο πως γράφω ποιήματα και να με πάρουν ύστερα οι καθηγητές με κακό μάτι, να με απορρίψουν στα καλά καθούμενα σε τίποτε φυσικές ή μαθηματικά. Ας έλειπε η διαφήμιση, να ’χω ήσυχο το κεφάλι μου. Μπορούσα ένα Σάββατο απόγευμα ή Κυριακή να σταφνίσω ήσυχα ήσυχα τους στίχους, φτάνει να πετύχαινα τις ομοιοκαταληξίες. - Καλά τότε, συμφώνησε ο Παγκρατίδης. Να πας όμως απάνω στο Κάστρο, για να εμπνευσθείς καλύτερα. Αυτό μάλιστα, το δεχόμουν. Τράβηξα δειλά προς το παλιό φρούριο, πίσω απ’ το ψηλό πέτρινο ρολόι, που χτυπούσε τις ώρες και μας ειδοποιούσε για το σκολειό. Προχώρησα δισταχτικά στη μεγάλη καμάρα με την πόρτα τη βαριά και βρέθηκα μέσα σ’ εκείνο το κλείσμα το ακατοίκητο απ’ ανθρώπους, όπου θρασομανούσαν οι τσουκνίδες κι οι αγριομολόχες και τ’ αγκαθόχορτα. Ανέβηκα σιγά σιγά τις ακατάλυτες σκάλες που έστριβαν από δω κι από κει, οδηγώντας σ’ εκείνες τις παράξενες πολεμίστρες με τις σκισμάδες από μέσα. Εδώ ήταν καλά μα το θεό, για έναν ποιητή που του παράγγειλαν πατριωτικό ποίημα… Κάθισα εκεί σε μια κόχη και κοιτώντας το άγριο τοπίο ρίχνοντας καμιά ματιά και πέρα στο ποτάμι που κυλούσε δυνατό, σαν ήμερο στοιχειό, έχοντας όμως το νου μου περίφοβα και στους φυλακισμένους, που παραμόνευαν ίσως κλεισμένοι κάπου εκεί γύρω, προσπαθούσα να βάλω τη φαντασία μου σ’ ενέργεια, για ν’ αναβλύσουν οι στίχοι που θα έσωζαν την τιμή του γυμνασίου. Στην αρχή τα πράγματα ήταν δύσκολα. Χρειαζόταν επίσημος τόνος, σοβαρός. Μου ερχόταν στο νου περίφημες αρχές από άλλα ποιήματα: «Σε γνωρίζω από την κόψη…», «Πώς μας θωρείς ακίνητος…» Επιτέλους ο κρουνός άρχισε να στάζει: Νύχτα βαριά και σκοτεινή… Σιγά σιγά το πρώτο τετράστιχο είχε ετοιμαστεί, καταλήγοντας στην κορώνα: … μεγάλε μας Σκουφά! Παιδεύτηκα ώρες, ίσως και μέρες, αλλά το ποίημα έγινε όπως το περίμεναν από μένα, όπως το ήθελα κι εγώ. Οι λέξεις έρχονταν η μια κοντά στην άλλη χτυπητές, οι ομοιοκαταληξίες ταίριαζαν όπως οι κόπιτσες αναμεταξύ τους, οι έννοιες σε σήκωναν στον αέρα, σου έδιναν φτερά. Ενθουσιάστηκε ο Παγκρατίδης, άμα το είδε και το πέρασε στη γραφομηχανή. Μου φάνηκε πιο ωραίο κι εμένα, έτσι που ήταν τώρα, σχεδόν «του τύπου». Αλλά έμενε κάτι σπουδαίο: η απαγγελία. Τι θα γινόταν μ’ αυτήν; Ήταν φανερό πως εκεί δε θα τα ’βγαζα πέρα. Δεν είχα καλή φωνή, μου έλειπε και το θάρρος, μπορούσα να τα παρατήσω στη μέση. Ο Παγκρατίδης τα γύριζε όλ’ αυτά στο μυαλό του και δεν έβρισκε εύκολα λύση. Να τ’ αφήσει σ’ εμένα; Θα ’χανε την αξία του. Να τ’ αναθέσει σε άλλον; Θα ’ταν άδικο για μένα. Δεν ήξερε πια τι να κάμει, όταν έφτασε η Μεγάλη Βδομάδα. Και τότε εμείς που ήμασταν από χωριό, δίχως να χάσουμε καιρό, σαν τους στρατιώτες που παίρνουν άδεια, κινήσαμε ίσια για τα σπίτια μας τα τόσο ποθητά. Ο δρόμος, που μας φαινόταν τόσο ατέλειωτος, τόσο δύσκολος στο έλα, γινόταν τώρα παιγνίδι κάτω απ’ τα πόδια μας τα φτερωμένα. Θα βλέπαμε τους δικούς μας, θα τρώγαμε χορτάτα τις μέρες της Λαμπρής, θα παίζαμε και με τα νέα κατσίκια, που τα ’χαμε αλησμονήσει. Όταν ξαναγυρίσαμε στην Άρτα, παραμονή του Θωμά, είχα ξεχάσει πια και το ποίημα και το Σκουφά. Δεν άργησα όμως να μάθω, αφού όλη η πόλη μιλούσε γι’ αυτό, πως η τελετή για την προτομή θα γινόταν στο Κομπότι, όπως ήταν ορισμένο, την άλλη μέρα Κυριακή. Στο μεταξύ πληροφορήθηκα πως και το ποίημά μου δεν είχε μείνει αχρησιμοποίητο. Θα το απάγγελνε ένας συμμαθητής μου, γιος μπακάλη (αργότερα έγινε δικηγόρος), από κείνους που μας τρόμαζαν στην αρχή με τα φανφαρόνικα γαλλικά τους και που γρήγορα τους είχαμε αφήσει πίσω, ο Νάκος κι εγώ. Έμαθα από τρίτους πως όλες αυτές τις μέρες, που εμείς λείπαμε στο χωριό, ο αντικαταστάτης μου δεν κάθονταν αργός. Έβγαινε στην πλατεία του ρολογιού, κοντά στο σπίτι του, μαζί με το γείτονα του τον Παγκρατίδη κι εκεί ο δεύτερος εξασκούσε τον πρώτο στην απαγγελία, σαν κανένας έμπειρος δάσκαλος της σκηνής, δείχνοντάς του πού να σταθεί, πότε να υψώσει τη φωνή του και προπαντός με τι χειρονομίες να συνοδέψει τους στίχους, για να πάρουν χρώμα, να γίνουν ζωντανοί. - Θα πάμε κι εμείς στο Κομπότι; ρώτησα το Νάκο την παραμονή. Προφασίστηκε πως ήταν κουρασμένος απ’ την πορεία, μα κατάλαβα πως θα προτιμούσε να διαβάσει, για να ’ναι έτοιμος τη Δευτέρα. Μα εμένα με τραβούσε κάτι για κει έξω. Ήθελα να παρακολουθήσω την τελετή, μα πιο πολύ την τύχη του έργου μου. Δεν ξέρω πώς, χώθηκα σ’ ένα αυτοκίνητο χωρίς να πληρώσω και βρέθηκα μαζί με τους άλλους στο Κομπότι, μες στην πολυκοσμία. Είχαν έρθει εκεί Νομάρχηδες και Δήμαρχοι και δικηγόροι και γιατροί και μεγάλα πρόσωπα. Πολλοί κρατούσαν στα χέρια τους χαρτιά και ξανακοίταζαν τους γραμμένους λόγους τους, όλο ελληνικούρες, να μην ξεχάσουν καμιά στην κρίσιμη ώρα. Αμέτρητοι ήταν οι λόγοι, ο ένας πιο ακατάληπτος, πιο ανιαρός απ’ τον άλλον. Μα στίχους δεν είχε ανακατώσει κανένας τους παρά μονάχα, ίσως του Σολωμού. Τέλος ανέβηκε μ’ όλο του το κουράγιο στο πρόχειρο βήμα ο συμμαθητής μου κρατώντας και το χειρόγραφο στο χέρι, για καλό και για κακό: Νύχτα βαριά και σκοτεινή… Οι στίχοι πήδαγαν καμπανιστοί κι ο μαθητής του Παγκρατίδη τους έλεγε θαρρετά, με καμάρι, χωρίς να σκοντάφτει πουθενά, σα να τους είχε γράψει ο ίδιος. Εγώ στεκόμουνα σε μιαν άκρη μαραμένος, άγνωστος ανάμεσα στο πλήθος. Τι ωφελούσε που παιδεύτηκα τόσο μ’ αυτό το διατανοποίημα. Άλλος το απάγγελνε τώρα, άλλον κοίταζαν στα μάτια. Εκείνος ήταν καλοντυμένος, με άσπρο γιακά, με κοντά παντελόνια. Γι’ αυτό είχε ύφος και πεποίθηση, γι’ αυτό πετύχαινε καλύτερα από μένα. Και τώρα του βαρούσαν τα παλαμάκια, του χαμογελούσαν όλοι ευχαριστημένοι. Εμένα κανένας δε μ’ ήξερε, κανένας δε θα με μάθαινε ποτέ… Άξαφνα, εκεί που στεκόμουν ανύποπτος, μ’ αρπάζει ένα χέρι απ’ την αμασχάλη, αλαφρόν σαν το τσατσούλι που είχα μια φορά, και με σηκώνει ψηλά, με δείχνει στον κόσμο. Κι ακούγεται παραπίσω μια φωνή, απ’ την ίδια αόρατη δύναμη, όπως τότε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου ή στη βάφτιση του Χριστού: - Αυτός είναι ο μαθητής του γυμνασίου που έγραψε το ποίημα, όχι ο άλλος που το είπε. Εκείνος έκαμε απαγγελία, αλλά τη σύνταξη την έκαμε αυτός εδώ!…, εξηγεί αναλυτικά ο άνθρωπος πως εγώ ο τάδες, από το δείνα χωριό, ήμουν ο συντάχτης του ποιήματος. Διπλάσια χειροκροτήματα απ’ την πρώτη φορά υποδέχτηκαν την αναγγελία, ενώ εγώ, που έστεκα μετέωρος μπροστά σε τόσους άγνωστους, κόντευα να λιγοθυμίσω πια, τρέμοντας σχεδόν από την ταραχή μου. Τι είχε συμβεί; Ο Νίκο Γιώτης, ο καθηγητής μας των γαλλικών, άνθρωπος αυτοδημιούργητος (που είχε την υπομονή να πάρει αργότερα και δίπλωμα νομικής στα πενήντα του χρόνια), έχοντας μάθει, φαίνεται, τα σχετικά με το ποίημα και μην υποφέροντας να δοξάζεται ο δυνατόφωνος στη θέση του δημιουργού, ο ηθοποιός σε βάρος του συγγραφέα, έκαμε αυτή την ανέλπιστη επέμβαση, που έφερε αμέσως το αποτέλεσμά της. Επιτέλους! Υπάρχει θεός που βλέπει το άδικο, υπάρχει Θεία Πρόνοια που δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο. Είχα αρχίσει πια να λυπάμαι το συμμαθητή μου, που έχασε έτσι μεμιάς το γόητρό του, που του επισκίασα εγώ με την επιτυχία. Μα τι να γίνει; Ο μακαρίτης ο Γιώτης ήταν κι αυτός χωριάτης απ’ τα Τζουμέρκα και δεν ήθελε τα φτωχά, τ’ άτολμα πατριωτάκια του να παραγκωνίζονται απ’ τα παιδιά της πόλης, τα ξυπνημένα μπακαλόπουλα. Γι’ αυτό με πήρε με τη χερούκλα του και με σήκωσε να μ’ αναδείξει. Στο τέλος απ’ την τελετή με πλησίασαν μερικοί με κολάρο και με κοίταζαν σαν περίεργο ζουλάπι. - Πόσο χρονών είσαι, μικρέ; - Μπήκα στα δεκατρία. - Και το κατέβασες απ’ το μυαλό σου, δεν πήρες σκέδιο από πουθενά; Τς, τς! απορούσαν μοναχοί τους. - Μωρέ μπράβο, δεύτερος Κρυστάλλης θα γίνει! προφήτεψε κάποιος δικολάβος απ’ τους διαβασμένους. Εκείνο το αδέξιο, αλλά ιστορικό ποίημα για τον Ηπειρώτη αρχηγέτη της Φιλικής Εταιρείας το είχα δώσει στη μάνα μου για φύλαμα κι εκείνη το ’χε μεριάσει μέσα στην κασέλα της μαζί με δικά της ειδίσματα, τιμαλφή χωρίς αξία. Μα την τελευταία φορά που ξαναπήγα στο χωριό έπειτ’ από χρόνια, δε βρήκα εκεί το παλιό χαρτί μου. Φαίνεται πως ανακατεύτηκε, παράπεσε κάπου ανάμεσα στα προικιά, τα νυφιάτικα των αδερφάδων μου. Και τα ξέχασα πια, μονάχα την ιστορία του θυμάμαι.
0 Comments
Leave a Reply. |
ΕπικοινωνίαΤις καταγγελίες, τα παράπονα και τις απόψεις σας, μπορείτε να τα στείλετε στο email:
taneatismikrospilias24 @yahoo.gr Δημοφιλέστερα άρθρα |