Ο Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828... ... Η άφιξή του συνδυάστηκε με θερμές εκδηλώσεις, σχεδόν λατρείας, από τους κατοίκους της Ελλάδας, γιατί έβλεπαν σ’ αυτόν, τον άνθρωπο που θα μπορούσε να βάλει τάξη στην άναρχη ως τότε χώρα. Ο ίδιος γνώριζε πριν από την κάθοδο του στην Ελλάδα αρκετά πράγματα για την κατάσταση που επικρατούσε. Στις 11 Ιανουάριου 1828 πηγαίνει στην Αίγινα, για την οποία γνώριζε ότι είχε «συσσωρευθεί πλήθος ελληνικού λαού ανέστιου και απόρου». Εκεί έγινε αντικείμενο θερμών εκδηλώσεων από την επιτροπή των Ψαριανών η οποία τον περίμενε. Το γεγονός αυτό δείχνει το ενδιαφέρον του Κυβερνήτη για τα προβλήματα των προσφύγων. Ο Καποδίστριας γνώριζε το πρόβλημα των προσφύγων, το θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικό, δεν υπήρχαν όμως οι αντικειμενικές συνθήκες για μια ολοκληρωμένη αντιμετώπισή του. Τα αίτια της προσφυγιάς Τα αίτια που ανάγκασαν του πρόσφυγες να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους και τα σπίτια τους, αφήνοντας πίσω όχι μόνο αναμνήσεις αλλά και μια κατά το μάλλον ή ήττον τακτοποιημένη ζωή είναι πολλά. Ωστόσο, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές αιτίες οι οποίες συμπυκνώνουν, συνθέτουν τις δευτερεύουσες αντιθέσεις. Πρώτον, ο φόβος για αντίποινα ή τρομοκρατικές ενέργειες των Οθωμανών, με τις συνέπειες που θα επέφεραν στους παραμένοντες σε υπόδουλα εδάφη Έλληνες. Δεύτερον, η αποτυχία των διάφορων απελευθερωτικών κινημάτων που ξέσπασαν ανά την Ελλάδα - κυρίως σε περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Κρήτη και δευτερευόντως η Ήπειρος και τα νησιά του Αιγαίου – με συνέπεια να καταστεί επισφαλής η θέση των επαναστατημένων κατοίκων εξαιτίας βέβαια του ενόπλου αγώνα τους. Υπήρχε επίσης η δυσβάσταχτη οθωμανική φορολογία, η οποία, οδηγούσε τους κατοίκους σε απόγνωση. Μόνη τους ελπίδα τότε έμενε η Ελλάδα, η οποία φαινόταν ότι προσέφερε περισσότερες δυνατότητες και λόγω της ελευθερίας αλλά κυρίως λόγω της ύπαρξης των «εθνικών κτημάτων» στα οποία όλοι οι αγωνιστές, αλλά ιδίως οι πρόσφυγες, προσδοκούσαν ότι θα μπορούσαν να εγκατασταθούν. Μετά την έναρξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο άρχισαν σταδιακά να εξεγείρονται και οι άλλες περιοχές της Ελλάδας (Θεσσαλομαγνησία Μάιος 1821, Χαλκιδική Μάιος 1821, Νάουσα Φεβρουάριος 1822, Ήπειρος Αύγουστος - Νοέμβριος 1821 κλπ.) Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών, όπως είδαμε, όταν ηττήθηκαν από τους Οθωμανούς, κατέφυγαν στα απελευθερωμένα εδάφη. Όταν ήλθε ο Καποδίστριας, πολλοί από αυτούς ετοιμάστηκαν για νέες εκστρατείες με αποτέλεσμα να υπάρξει ένα ρεύμα επιστροφής. Οι πρόσφυγες από την Ήπειρο Όταν αναφερόμαστε στην Ήπειρο, τόσο στην επανάσταση όσο και κατόπιν, δεν πρέπει να περιοριζόμαστε στα όρια της σημερινής διοικητικής περιφέρειας του ελληνικού κράτους. Όσο κι αν η σημερινή Ήπειρος αποτελεί τη βασική πηγή προσφύγων, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι, την εποχή εκείνη, η ονομαζόμενη σήμερα Βόρεια Ήπειρος (που σήμερα αποτελεί τμήμα του Αλβανικού κράτους) αντιμετωπιζόταν ενιαία, έτσι ώστε με τον χαρακτηρισμό «Ηπειρώτες» να νοείται τόσο ο Θεσπρωτός ή ο Γιαννιώτης όσο και ο Χιμαριώτης ή ο Αργυροκαστρίτης. Από την άλλη μεριά παρατηρούμε ότι περιοχές που γεωγραφικά αποτελούν οργανικά τμήματα της Ηπείρου επιδιώκουν να διατηρούν την αυτονομία τους δρώντας ανεξάρτητα κι επιλέγοντας να εκπροσωπούνται και να αντιμετωπίζονται με τις τοπικές τους ονομασίες Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα οι περιπτώσεις του Σουλίου και της Άρτας. Οι κάτοικοί τους επιδιώκουν την αυτόνομη παρουσία, την ανεξάρτητη δράση κι έτσι έχουμε το φαινόμενο σε πολλές περιπτώσεις να αναφερόμαστε ξεχωριστά σε Ηπειρώτες, Αρτινούς και Σουλιώτες. Οι Ηπειρώτες, ως ομάδα, δεν διαφοροποιούνται εντελώς από τις άλλες δύο. Έτσι αλλού βρίσκουμε να γίνεται λόγος για «Ηπειρωσουλιώτες» ενώ σε άλλες περιπτώσεις άτομα και των τριών ομάδων αναφέρονται ως «Ηπειρώτες» στη διοίκηση. Πάντως αν θέλουμε να εντοπίσουμε γεωγραφικά την προέλευση της ομάδας των «Ηπειρωτών» πρέπει να ερευνήσουμε τις περιοχές που αποτελούν σήμερα τους νομούς Ιωαννίνων, Πρέβεζας και τον ορεινό όγκο του ν. Άρτας ενώ θα πρέπει να περιληφθούν και περιοχές που σήμερα αποτελούν τμήματα της Βόρειας Ηπείρου όπως η Χιμάρα και το Αργυρόκαστρο. Είναι γνωστή η δράση του οπλαρχηγού Σπύρο Μήλιου ενώ πολλοί από τους συναγωνιστές του φέρνουν αργότερα (κυρίως μετά την ανεξαρτησία) και τις οικογένειές τους. Από την άλλη έχουμε ήδη αρκετούς Ηπειρώτες στην Στερεά Ελλάδα από τις αρχές της επανάστασης, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η προσέλευση νέων προσφύγων τόσο στα ίδια μέρη όσο και στα νησιά. Οι Αρτινοί είναι σαφώς πιο κλειστή άρα και μικρότερη ομάδα, η οποία εμφανίζεται κατά την επανάσταση, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια απελευθέρωσης της Άρτας τον Νοέμβριο του 1821, κι αρχίζει να διαχωρίζεται αμέσως σχεδόν μετά την ασφαλή μεταφορά της σε ελεύθερα εδάφη από τον Μακρυγιάννη. Έτσι, ενώ αρχικά οι αρτινοί (κάτοικοι της πόλης, αλλά και των γύρω χωριών Κομπότι, Πέτα και Νιοχώρι) εγκαθίστανται στην Κατούνα, αργότερα βρίσκονται στο Αγρίνιο και το Μεσολόγγι, ενώ μια αρκετά σημαντική ομάδα - ώστε να μπορεί να αποφασίζει για πληρεξούσιους - φαίνεται να υπάρχει στην Πάτρα, την περίοδο της Δ’ Εθνοσυνέλευσης. Οι Σουλιώτες τέλος, αποτελούν χαρακτηριστική ομάδα, κλειστή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και αυτόνομη εμφάνιση, δράση και παρουσία ακόμη και την περίοδο του Καποδίστρια. Παρουσιάζονται ενωμένοι, παρά τις πιθανές εσωτερικές τους προστριβές, εκφράζονται με τους δικούς τους αντιπροσώπους και γενικά διατηρούν ένα αίσθημα υπεροχής, όχι μόνο ως προς τους άλλους πρόσφυγες αλλά και ως προς τους εκπροσώπους της εξουσίας, που πηγάζει κυρίως από τις στρατιωτικές τους γνώσεις κι επιτυχίες, οι οποίες τους καθιστούν ακόμη αναγκαίους για τη συνέχιση του αγώνα. Έχοντας διασκορπιστεί μετά τη συνθηκολόγηση με τον Αλή Πασά, εμφανίζονται να επιστρέφουν από διάφορα μέρη, κυρίως τα Επτάνησα αλλά και την Πάργα και τα νησάκια του Αμβρακικού. Οι Αρτινοί Οι κάτοικοι της Άρτας και των γύρω περιοχών, περίπου 500 οικογένειες, μετά την άτυχη έκβαση της μάχης της Άρτας, κατέφυγαν στο χωριό Κατούνα της Αιτωλοακαρνανίας, με την συνοδεία και προστασία του Μακρυγιάννη, για τον φόβο των ληστών. Από κει, σύμφωνα με το Μακρυγιάννη, ένα μέρος έφυγε για Βραχώρι (Αγρίνιο) κι ένα άλλο για Μεσολόγγι. Ωστόσο οι Αρτινοί φαίνεται ότι δεν παρέμειναν για πολύ καιρό στην Κατούνα, γιατί τις παραμονές της Δ' Εθνοσυνέλευσης τους βρίσκουμε στην Πάτρα όπου «ήταν όλοι ....συνασμένοι» και μάλιστα σε σχετικά μεγάλο αριθμό, ώστε να μπορούν να εκλέγουν και πληρεξούσιο. Εκεί πιθανότατα είχαν αποκατασταθεί, διότι παραμένουν και κατά την Ε' Εθνοσυνέλευση όπως φαίνεται από έγγραφα. Η στάση των ντόπιων κατοίκων απέναντι στους πρόσφυγες Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι «αυτόχθονες» πληθυσμοί (οι ντόπιοι δηλ. κάτοικοι ενός τόπου) τους πρόσφυγες, δεν ήταν ενιαίος. Διαμορφωνόταν από πολλές και διαφορετικές παραμέτρους όπως λ. χ. η σχέση των δύο στο παρελθόν, τα συμφέροντα ή οι προσδοκίες του ενός από τον άλλον, το μόνιμο ή το προσωρινό της εγκατάστασης, τα προβλήματα που πιθανώς δημιουργούνταν από τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ανθρώπων σ’ ένα μέρος κ.ο.κ Αντιδράσεις εκ μέρους των κατοίκων της περιοχής Βάλτου, ή τουλάχιστον μια όχι τόσο φιλική αντιμετώπιση, υπήρξαν απέναντι στους Ηπειρώτες, με χαρακτηριστική περίπτωση των Αρτινών. Καθώς περνούσαν από το Μακρυνόρος με κατεύθυνση την Κατούνα οι Γριβαίοι, αλλά και άλλοι κάτοικοι του Βάλτου, τους λήστευαν και τους έπαιρναν ό,τι πολύτιμο είχαν πάνω τους. Το σώμα του Μακρυγιάννη, που τους συνόδευε, αντάλλαξε πυροβολισμούς χωρίς όμως να μπορέσει να τους εμποδίσει ουσιαστικά. Τόσο μάλιστα φαίνεται ότι υπέφεραν οι πρόσφυγες αυτοί, ώστε ο Μακρυγιάννης φτάνει στο σημείο να σιχαθεί «το Ρωμαίϊκον». Συνεχίζεται... Πηγή: Κων/νος Κωσταβασίλης "Εγκαταστάσεις Ηπειρωτών και Θεσσαλών προσφύγων στο ελεύθερο κράτος 1832-1862 (Διδακτορική διατριβή/Ιωάννινα 2002) © Ta Nea tis Mikrospilias 24 Σχετικά άρθρα...
0 Comments
Leave a Reply. |
ΕπικοινωνίαΤις καταγγελίες, τα παράπονα και τις απόψεις σας, μπορείτε να τα στείλετε στο email:
taneatismikrospilias24 @yahoo.gr Δημοφιλέστερα άρθρα |