Με την έλευση και την εγκατάσταση της Αντιβασιλείας στην Ελλάδα (1833) το θέμα των προσφύγων τίθεται υπό νέες διαστάσεις... ... Τα σύνορα του νέου κράτους είναι πλέον δεδομένα, πράγμα που, προς το παρόν, δεν επιτρέπει στους πρόσφυγες ελπίδες άμεσης επιστροφής στις πατρίδες τους. Ως εκ τούτου όλοι όσοι βρίσκονται στο ελληνικό βασίλειο, έχουν να επιλέξουν μεταξύ της επιστροφής στις υπόδουλες περιοχές από τις οποίες κατάγονται και της παραμονής σε τόπους που είτε τους έχουν παραχωρηθεί είτε ζητούν να τους δοθούν. Όπως θα δούμε, οι πολλοί επιλέγουν το δεύτερο δρόμο. Οι Ηπειρώτες πρόσφυγες μπορούν να διαχωριστούν σε δύο ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει όσους βρίσκονταν στο ελληνικό έδαφος πριν την ανεξαρτησία (κατά κύριο λόγο Σουλιώτες, αλλά και άλλοι) ενώ η δεύτερη όσους ήρθαν στο ελληνικό κράτος, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και μια μόνιμη εγκατάσταση μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας και την έλευση του Όθωνα. Από μια πρώτη ματιά ο διαχωρισμός αυτός δείχνει άνευ ουσίας, χωρίς όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κι αυτό, γιατί όσοι ανήκαν στην πρώτη ομάδα είχαν ήδη δημιουργήσει συνθήκες για μόνιμη εγκατάσταση, είχαν έρθει σε επαφή με τους ντόπιους, είχαν διεκδικήσει και προβάλει τα δικαιώματά τους σε Εθνοσυνελεύσεις κι απλώς πλέον περίμεναν ότι η Αντιβασιλεία θα εφάρμοζε όσα είχαν ήδη αποφασιστεί. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η επιστροφή στις πατρίδες τους καθίστατο αδύνατη, εφόσον και η χρονική διάρκεια της απουσίας τους ήταν μεγάλη, ενώ οι δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης ήταν κι αυτές λίγες, δεδομένου ότι οι γνώστες κάποιας τέχνης ήταν λίγοι, η μακροχρόνια πολεμική δραστηριότητα του είχε κουράσει και χωρίς δική τους γη δε μπορούσαν ούτε ως αγρότες να απασχοληθούν. Από την άλλη, όσοι είχαν έρθει στην Ελλάδα μετά την ανεξαρτησία κινούνταν από δύο βασικές αιτίες. Είτε γιατί όντας ήδη επαναστατημένοι στις περιοχές τους, επιζητούν να ξεφύγουν από τα τουρκικά αντίποινα, είτε γιατί θεωρούν ότι το νέο κράτος παρέχει μια καλή ευκαιρία να αποκατασταθούν. Όλοι αυτοί έχουν τη δυνατότητα επιστροφής στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, πράγμα που σε αρκετές περιπτώσεις προτιμούν, όταν βλέπουν ότι η ζωή τους στην Ελλάδα δεν είναι έτσι όπως την περίμεναν. Οι υπόλοιποι που παραμένουν μέσα στα όρια, είτε συνενώνονται με τους παλαιότερους ακολουθώντας κοινή πορεία, είτε προσπαθούν να διεκδικήσουν εθνική γη για την εγκατάστασή τους. Ανεξάρτητα από το κατά πόσον το πετυχαίνουν ή όχι, πρόκειται για άτομα με διάθεση να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τόσο τις συνθήκες διαβίωσής τους όσο και την οικονομική τους κατάσταση. Από τα πρώτα ζητήματα τα οποία επιχειρεί να επιλύσει η Αντιβασιλεία είναι το πρόβλημα της εγκατάστασης των Σουλιωτών, χωρίς όμως, να το κατορθώσει. Σύμφωνα με σχέδιο της υπηρεσίας στατιστικής και οικονομίας, προτεινόταν η ίδρυση στρατιωτικών εποικισμών βάσει των οποίων οι Σουλιώτες θα έπαιρναν κτήματα στην Αιτωλία και Ακαρνανία. Παράλληλα, και κατόπιν συνεχών ενοχλήσεων των Σουλιωτών, με διάφορα διατάγματα γινόταν προσπάθεια να ρυθμιστούν τόσο πρακτικά ζητήματα που αφορούσαν τις συνθήκες εγκατάστασης, όσο και τυπικά θέματα που προέκυπταν κυρίως από τις αντιδράσεις που προέβαλαν οι ντόπιοι, κυρίως σε ότι αφορά το Αγρίνιο, μιας και για την εγκατάσταση των Σουλιωτών στη Ναύπακτο και το Αντίρριο ελάχιστες ήταν οι αντιδράσεις. Έτσι, με Β.Δ. της 19ης Απριλίου - 1ης Μαιου 1834 το οποίο όμως δε δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η Αντιβασιλεία αποδέχεται την αίτηση των Σουλιωτών για παραχώρηση γης στη Ναύπακτο και στο Αγρίνιο (Βραχώρι) με την προϋπόθεση όμως να μην αντιβαίνει η πράξη αυτή σε οποιαδήποτε εμπόδια. Η στάση αυτή, ενδεικτική της άγνοιας των Βαυαρών για την ελληνική πραγματικότητα («άγνωστα κωλύματα») υποδηλώνει ωστόσο διπλωματικά και το φόβο τους για τυχόν αντίδραση των ντόπιων κατοίκων. Κάτι τέτοιο δεν ήταν οπωσδήποτε αρεστό στην κεντρική εξουσία και προκειμένου να δημιουργηθούν ταραχές από μια σαφή στάση υπέρ των Σουλιωτών, η διατύπωση αυτή, προσεκτικά διαμορφωμένη, μπορούσε να ικανοποιήσει και τις δύο πλευρές. Παρ’ όλα αυτά η διάθεση να προχωρήσει ο εποικισμός, υπήρχε. Το υπουργείο Εσωτερικών διατασσόταν να φροντίσει για τη χάραξη και τη σχεδίαση των πόλεων της Ναύπακτού και του Βραχωρίου και μάλιστα το συντομότερο δυνατό ώστε να μπορέσει να καταρτίσει τους αντίστοιχους δήμους. Καθοριζόταν εξάλλου ότι όλα όσα αφορούσαν τους συγκεκριμένους δήμους θα έπρεπε να ακολουθήσουν αναλογικά τα Β.Δ. που αφορούσαν τους συνοικισμούς των Μανιατών στο Πεταλίδι και των Ηπειρωτών στη Μεδενίτσα. Διακηρυσσόταν δε, με το ίδιο Β.Δ., η πρόθεση της Αντιβασιλείας να παραχωρήσει στις χήρες των Σουλιωτών το ποσοστό που τους αναλογούσε από τις 200.000 στρέμματα που είχαν προσδιοριστεί να παραχωρηθούν στους αγωνιστές της ανεξαρτησίας. Δε φαίνεται ωστόσο να υπήρξε συνέχεια σ’ αυτό το θέμα, κι αυτό γιατί δεν καθορίζεται ποιο θα ήταν το μερίδιο των Σουλιωτών, ούτε σε ποιες περιοχές και με ποιο τρόπο θα γινόταν η κατανομή. Το γεγονός εξάλλου ότι το εν λόγω Β.Δ. δεν δημοσιεύτηκε ποτέ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είναι ενδεικτικό της τύχης του. Το γεγονός αυτό άλλωστε υποδηλώνεται και σε αναφορά των Σουλιωτών του Αγρίνιου στις 26 Σεπτεμβρίου 1834. Στο έγγραφο αυτό φαίνεται ότι οι Σουλιώτες έλαβαν γνώση του Διατάγματος και γι’ αυτό όλοι μαζί (από Αγρίνιο, Ναύπακτο και Μεσολόγγι) αποφάσισαν να ορίσουν πληρεξούσιό τους τον Κ. Μπότσαρη εξουσιοδοτώντας τον να ενεργήσει κατά το δοκούν ώστε να εξασφαλίσουν τα δίκαιά τους. Παρά τις ενέργειες του όμως, κανένα αποτέλεσμα δεν υπήρξε245. Συνέπεια αυτών ήταν να φτάσουν οι Σουλιώτες σε μεγάλη φτώχεια και δυστυχία, όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι τονίζουν πως δεν ξέρουν πως θα μπορέσουν να επιβιώσουν, «αφού όχι μόνον τα όπλα μας και τα έπιπλά μας, αλλά και αυτά τα φορέματά μας επωλήσαμεν δια τον επιούσιον άρτον». Υπογραμμίζουν ότι την πολεμική τέχνη («είναι η μόνη επιστήμη την οποίαν γνωρίζομεν οι Σουλιώτες») την προσφέρουν στην υπηρεσία του βασιλέως και κλείνουν λέγοντας ότι εάν δεν υπάρξει άμεση ανταπόκριση στα αιτήματά τους θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η αναφορά αυτή των Σουλιωτών φαίνεται σε πολλά σημεία υπερβολική. Δεν αποκλείεται να αναγκάστηκαν να πουλήσουν πολλά από τα υπάρχοντά τους, είναι δύσκολο να πιστέψουμε όμως ότι είχαν φθάσει σε τέτοια επίπεδα φτώχειας ώστε να πουλούν και τα ρούχα τους, δεδομένου ότι έπαιρναν βοηθήματα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και είχαν ήδη εγκατασταθεί σε εκτάσεις γης, τις οποίες και διεκδικούσαν. Βέβαια, έχοντας υπόψη το γεγονός ότι, εκτός από το στρατιωτικό επάγγελμα, οι Σουλιώτες δεν είχαν εξασκηθεί σε κάτι άλλο και η δουλειά του γεωργού τους φάνταζε υποτιμητική, είναι πιθανό να αντιμετώπιζαν πρόβλημα ως προς την εξεύρεση των αναγκαίων προς το ζην. Εξάλλου, οι πιο άσημοι Σουλιώτες ήταν δύσκολο να βρουν δικαίωση την περίοδο αυτή, αν λάβουμε υπόψη τη στάση εν γένει της Αντιβασιλείας απέναντι στους αγωνιστές και ιδιαίτερα αυτούς των άτακτων σωμάτων, κύριοι εκπρόσωποι των οποίων ήταν οι Σουλιώτες. Σε ό,τι αφορά τη Ναύπακτο, η Αντιβασιλεία συνιστούσε στην επί των Εσωτερικών Γραμματεία την πρόταση για συνοικισμό των Ηπειροσουλιωτών που βρίσκονταν εκεί, χωρίς όμως να δίνει περισσότερες διευκρινήσεις σχετικά με τον τρόπο, τον τόπο ή το χρόνο κατά τον οποίο θα διενεργούνταν ο εποικισμός αυτός. Προσέθετε απλώς ότι τα Υπουργεία Οικονομικών και Στρατιωτικών είχαν ειδοποιηθεί για την απόφαση αυτή και είχαν την εντολή να βοηθήσουν για την εκτέλεσή της. Σύμφωνα με την Αντιβασιλεία το σύνολο των Ηπειροσουλιωτών ήταν 804 άτομα, αριθμός ιδιαίτερα σημαντικός για τα δεδομένα της εποχής. Η πλειοψηφία ήταν οι Σουλιώτικες οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί στη Ναύπακτο με την απελευθέρωσή της ή είχαν έρθει μετά. Σύμφωνα με την κατάσταση που κατάρτισε στις 14/5/1834 ο έπαρχος Ναυπακτίας Δ. Κριεζής ζούσαν τότε στην πόλη 129 Σουλιώτικες οικογένειες οι οποίες απαρτίζονταν από 446 συνολικά άτομα. Υπήρχαν λοιπόν άλλοι 360 περίπου Ηπειρώτες από διάφορες περιοχές, οι οποίοι μοιράζονταν την τύχη των Σουλιωτών, πράγμα καθόλου ασυνήθιστο, αφού το ίδιο συνέβαινε και σε άλλες περιοχές με πρώτο το Αγρίνιο. Κι εδώ ωστόσο οι προθέσεις δεν μεταφράστηκαν σε πράξεις, όπως φαίνεται από μια σειρά εγγράφων που απευθύνουν οι Ηπειροσουλιώτες της Ναυπάκτου προς τον Όθωνα250 251. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Δημοτικού Συμβουλίου Ναυπάκτου στις 25 Μαΐου 1839, στην οποία μάλιστα τονίζεται η αδράνεια που έχει επιδειχθεί στη διάρκεια των τεσσάρων και πλέον ετών αφότου διατάχθηκε ο συνοικισμός . Κι ενώ στο Αγρίνιο υπήρχαν οι φόβοι για αντίδραση των ντόπιων, στη Ναύπακτο δεν υφίστατο τέτοιο ζήτημα, όπως φαίνεται από την προηγούμενη αναφορά. Συνεπώς τα αίτια της αργοπορίας αυτής στην έγκριση των συνοικισμών των Ηπειροσουλιωτών θα πρέπει να αναζητηθούν και σε άλλους παράγοντες. Μια άλλη ομάδα Ηπειρωτών με επιστολή στις 31 Ιανουάριου 1834 απευθυνόταν στον Βασιλιά ζητώντας γη προς εγκατάσταση . Στην επιστολή αυτή (γραμμένη στα γαλλικά) οι Ηπειρώτες κάνουν λόγο για το γεγονός ότι η ιδιαίτερη πατρίδα τους έμεινε έξω από τα όρια του νέου κράτους κι εξηγούν ότι για την αίτησή τους αυτή παρακινήθηκαν από το ενδιαφέρον και την «πατρική στοργή» που επιδείχθηκε για τους ομοιοπαθείς Ψαριανούς, Κρητικούς, Σάμιους κλπ. Γι' αυτό το λόγο, κι αφού απαριθμούν τις υπηρεσίες που έχουν προσφέρει στον απελευθερωτικό αγώνα, ζητούν να τους παραχωρηθεί γη για να εγκατασταθούν στην περιοχή της Μεδενίτσας με τις ίδιες συνθήκες και τα ίδια δεδομένα που ιδρύθηκαν και οι άλλοι συνοικισμοί. Βλέποντας το θέμα σφαιρικά, τονίζουν ότι μια τέτοια απόφαση θα είναι πλεονεκτική για την Ελλάδα, η οποία έχοντας υποστεί μείωση του πληθυσμού, έχει ανάγκη από νέους κατοίκους πολύ περισσότερο που οι Ηπειρώτες έχουν να επιδείξουν μεγάλη πνευματική και οικονομική προσφορά στον τόπο. Κατόπιν τούτου, η Αντιβασιλεία με Β.Δ. της 19ης Απριλίου - 1ης Μαΐου 1834 δεχόταν τον εποικισμό των Ηπειρωτών στη Μεδενίτσα και καλούσε το Υπουργείο Εσωτερικών να προκαλέσει τους ενδιαφερομένους να διαλέξουν την ακριβή τοποθεσία στην οποία επιθυμούσαν να εγκατασταθούν και παράλληλα να ορίσουν πληρεξούσιους για να συνδιαλέγονται με τις αρχές για ό,τι κρινόταν αναγκαίο ως προς την προετοιμασία του εποικισμού. Σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες του εποικισμού, το Υπουργείο καλούνταν να εφαρμόσει τις διατάξεις σχετικά με τον συνοικισμό των Μανιατών στο Πεταλίδι και να φροντίσει, αν οι Ηπειρώτες ήταν πολλοί, να σχηματίσει περισσότερους από έναν δήμους από τους οποίους ο ένας θα ήταν αστικός και οι υπόλοιποι αγροτικοί. Αποτέλεσμα αυτού του διατάγματος ήταν να εκλεγεί ως τόπος εγκατάστασης των Ηπειρωτών η τοποθεσία Παλιός Μόλος, παραθαλάσσια περιοχή με καλό λιμάνι. Ήδη, σύμφωνα με το διάταγμα οι Ηπειρώτες είχαν κληθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών I. Κωλέττη να ορίσουν εκπρόσωπό τους, ο οποίος θα συνδιαλεγόταν με την κυβέρνηση για τα θέματα που τους αφορούσαν. Σύμφωνα με αναφορά του Κωλέττη στις 29 Σεπτεμβρίου - 11 Οκτωβρίου 1834 ως αντιπρόσωπος προτάθηκε από τους υπόλοιπους ο Αναστάσιος Καραμίχου, ενώ, σχετικά με την περιοχή που επιλέχθηκε, ο Κωλέττης επισημαίνει το πλεονέκτημα να περιβάλλεται από διαθέσιμες εθνικές εκτάσεις. Παρά το γεγονός όμως ότι υπήρξε κι εδώ η θέληση, δε φαίνεται να υπήρξε η ανάλογη συνέχεια, μιας και για το συνοικισμό αυτό δε γίνεται αλλού λόγος, αν εξαιρέσουμε την επισήμανση του Eighthal ότι ο Μόλος επιλέχθηκε από τους Ηπειρώτες για συνοικισμό . Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι σε αναφορά του Νομάρχη Φωκίδας και Λοκρίδας την 18η Ιανουάριου 1836 «περί των κατά τον Νομόν ενεργουμένων Συνοικισμών» δεν γίνεται κανείς λόγος για την πρόοδο ή έστο) την ύπαρξη του συνοικισμού Ηπειρωτών στο Μόλο, ή σε άλλη περιοχή του Νομού. Συνεπώς μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η προσπάθεια αυτή των Ηπειρωτών οδηγήθηκε σε αποτυχία και οι ίδιοι είτε επέστρεψαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, είτε ενώθηκαν με τους υπόλοιπους Ηπειρώτες σε άλλες περιοχές. Συνεχίζεται... Πηγή: Κων/νος Κωσταβασίλης "Εγκαταστάσεις Ηπειρωτών και Θεσσαλών προσφύγων στο ελεύθερο κράτος 1832-1862 (Διδακτορική διατριβή/Ιωάννινα 2002) © Ta Nea tis Mikrospilias 24 Σχετικά άρθρα...
0 Comments
Leave a Reply. |
ΕπικοινωνίαΤις καταγγελίες, τα παράπονα και τις απόψεις σας, μπορείτε να τα στείλετε στο email:
taneatismikrospilias24 @yahoo.gr Δημοφιλέστερα άρθρα |